Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακάθεκτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακάθεκτος, επίθ.
  • Aκατανίκητος, ασυγκράτητος:
    • ακάθεκτον γνώμην (Διγ. Gr. 2278).

[μτγν. επίθ. ακάθεκτος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακάθεκτος -η -ο [akáθektos] Ε5 : 1α.που δεν μπορεί κανείς να τον συγκρατήσει, να τον αναχαιτίσει: Ο στρατός προχωρεί ~ εναντίον του εχθρού. β. για αποφασιστική και χωρίς ενδοιασμούς κίνηση, πορεία: Mπήκε στην αίθουσα και προχώρησε ~ προς το βήμα του ομιλητή. Ο τουρισμός εισβάλλει ~ σε όλες τις γραφικές παραλίες. 2. (μτφ.) α. για κπ. που εργάζεται ασταμάτητα και με όλες του τις δυνάμεις για να πραγματοποιήσει, για να πετύχει κτ.: Προχωρεί / είναι ~, τίποτε δεν τον σταματάει στην προσπάθειά του να κατακτήσει την αγορά / να γίνει ο πρώτος μαθητής. β. για έντονη τάση προς κτ.: H ορμή του είναι ακάθεκτη. ακάθεκτα ΕΠIΡΡ: Προχωρεί ~ προς τη νίκη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκάθεκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακάθεκτος, -η, -ο [akáθektos]
  • unrestrained, unchecked, heady (syn ακατάσχετος, ασυγκράτητος, ορμητικός, ant συγκρατημένος):
    • ακάθεκτη εξόρμηση, ακάθεκτη επίθεση |
    • ο στρατός προχωρεί (προελαύνει) ~ |
    • ακάθεκτοι ποταμοί, ακάθεκτο κύμα |
    • αισθάνομαι ακάθεκτην επιθυμία να επικοινωνήσω μυστηριακά μαζί σου (Palam) |
    • οι οπαδοί ... της πρώτης γενεάς, της "μαχητικής", είναι ακάθεκτοι (Papanoutsos) |
    • στις γραφικές περιοχές της γης ... εισβάλλει ~ ο ... τουρισμός (id.) |
    • ηλεκτρίζεσαι, παθαίνεσαι ... ~ στην εξόρμηση για εθνικά όνειρα, για κοινωνικά ιδανικά (Palaiologos) |
    • poem κ' ιδού |
    • ως την ύστερη |
    • στιγμή σου δεσπόζουσα και γαλήνια, σε λίγο |
    • θα φέρεσαι ακάθεκτη προς τα κάτω (Vrettakos)

[fr MG ακάθεκτος ← K, cpd w. καθεκτός: κατέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες