Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάθεκτα [akáθekta] adv (& ακάθεχτα)
- unrestrainedly, impetuously, headily, fiercely (syn ασυγκράτητα, ακατάσχετα, ορμητικά):
- το ένα ωθεί ~ προς τα εμπρός, προς κάτι το ανείπωτο ακόμη (Papanoutsos) |
- poem κ' έτσι στις οπτασίες του όνειρου, |
- που ακάθεχτα και γρήγορα σιμώνει |
- σα μια αναπότρεπτη ευτυχία (Tsirkas)
[der of ακάθεκτος]
- unrestrainedly, impetuously, headily, fiercely (syn ασυγκράτητα, ακατάσχετα, ορμητικά):