Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακάθαρτος, επίθ.
-
- Που δεν τρώγεται το κρέας του:
- O νυκτοκόραξ γαρ εστίν ακάθαρτον (Φυσιολ. (Legr.) 200).
[αρχ. επίθ. ακάθαρτος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν τρώγεται το κρέας του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακάθαρτος -η -ο [akáθartos] Ε5 : I1α.που είναι γεμάτος από περιττές, δύσοσμες ή και βλαβερές ουσίες οι οποίες καλύπτουν την επιφάνειά του· βρόμικος. ANT καθαρός: Mην τρως με ακάθαρτα χέρια. β. για κτ., κυρίως για υγρό, που περιέχει ξένες ή άχρηστες ουσίες. ANT καθαρός: Aκάθαρτο πετρέλαιο. II. για κπ. ή για κτ. που θεωρείται μιαρό. || (ειδικότ.) για τροφή που είναι απαγορευμένη, σύμφωνα με τους κανόνες κάποιας θρησκείας, π.χ. της ιουδαϊκής ή της μουσουλμανικής.
[λόγ. < αρχ. ἀκάθαρτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάθαρτος, -η, -ο [akáθartos]
- ① unclean, unwashed, dirty, filthy, dingy, soiled (syn βρώμικος, άπλυτος, μολυσμένος, L ρυπαρός, ant αμόλυντος, καθαρός, παστρικός):
- ακάθαρτο σπίτι |
- ακάθαρτα ρούχα |
- ακάθαρτο παιδί, ζώο |
- μην τρως με ακάθαρτα χέρια |
- ακάθαρτο νερό, ~ αέρας |
- ακάθαρτες τροφές impure food(stuff)s |
- ακάθαρτο ποτάμι |
- ακάθαρτο κατάστημα, καφενείο |
- ~ ξενώνας |
- ακάθαρτη δεξαμενή |
- νερό από ακάθαρτο πηγάδι |
- ακάθαρτα ύφαλα (πλοίου) dirty bottom |
- folks. φάγαμ' ακάθαρτα σκυλιά και γάτους και ποντίκια (Passow) |
- σαν το βράχον οπού αφίνει |
- κάθε ακάθαρτο νερό |
- εις τα πόδια του να χύνη |
- ευκολόσβηστον αφρό (Solom) |
- μα τον Aπόλλωνα |
- θ' αποφασίσω |
- μία γλώσσα βάρβαρη |
- να ξοστρακίσω, |
- που με την ακάθαρτη |
- γυμνή της χάρη |
- ποτέ δεν έπλυνε |
- στο καλαμάρι (Markoras) |
- α! μείνετε ασυγκίνητα και πια μη σας μολέψη |
- μια ακάθαρτη αγκαλιά! (Palam)
- ⓐ unfiltered, unrefined, impure, crude (syn αδιΰλιστος):
- ακάθαρτο πετρέλαιο crude oil, diesel oil (syn μαζούτ) |
- ακάθαρτο πετρέλαιο καύσεως fuel oil |
- ακάθαρτη νάφθα crude naphtha |
- ακάθαρτο αίμα venous blood (syn μαύρο or φλεβικό αίμα)
- ⓑ unwrought (syn ακατέργαστος, αργός):
- ~ χαλκός black copper |
- ~ σίδηρος pig iron
- ⓒ Bibl unclean:
- το ακάθαρτο πνεύμα the unclean spirit (syn πνεύμα του πονηρού) the Devil |
- ακάθαρτα ζώα, ακάθαρτες τροφές animals, foods the eating of which was forbidden
- ② depraved, impure, dishonest, immoral, sordid, foul (syn ανήθικος, αχρείος, βρώμικος, διεφθαρμένος, δόλιος, κακοήθης, πρόστυχος, φαύλος, χυδαίος, ant αγνός, αδιάφθορος, άσπιλος, καθαρός):
- ακάθαρτη ψυχή a depraved soul (syn βρώμικη ψυχή) |
- ακάθαρτο υποκείμενο a scurvy knave, a rascal |
- ακάθαρτη γλώσσα foul language |
- ακάθαρτη υπόθεση a sordid affair |
- μια ακάθαρτη σκέψη a sordid thought
[fr MG ← K, PatrG ← AG ἀκάθαρτος (Soph. +), cpd w. -καθαρτός as in δυσκάθαρτος (Soph.), ἀπερικάθαρτος, δυσεκκάθαρτος etc]
- ① unclean, unwashed, dirty, filthy, dingy, soiled (syn βρώμικος, άπλυτος, μολυσμένος, L ρυπαρός, ant αμόλυντος, καθαρός, παστρικός):