Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιώρημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιώρημα το [eórima] Ο49 : η αιώρηση: ~ σωματιδίων / σταγονιδίων. || (γυμν.): Γιγάντιο ~, το γιγανταιώρημα.

[λόγ. < ελνστ. αἰώρημα `κτ. κρεμασμένο΄ & σημδ. γαλλ. suspension]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες