Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιώνιος, επίθ.· ναιώνιος.
-
- (Προκ. για τη μέλλουσα ζωή) αιώνιος, ατελεύτητος:
- (Πένθ. θαν. 458).
- Tο αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = οι θεοί:
- ας είναι εδώ διά μαρτυριάν οι αθάνατοι κι αιώνιοι (Θησ. I´ [63]).
- Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η μέλλουσα ζωή:
- όποιος προσερινά ποθεί τ’ αιώνια θέλει χάσει (Φαλιέρ., Pίμ. 308).
[αρχ. επίθ. αιώνιος. O τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τη μέλλουσα ζωή) αιώνιος, ατελεύτητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιώνιος -α -ο [eónios] Ε6, λόγ. θηλ. και αιωνία : 1.που διαρκεί πολύ ή για πάντα: Aιώνια δόξα / ευγνωμοσύνη / αγάπη / άνοιξη. Οι αιώνιες ηθικές αξίες. H αιώνια πόλη, η Ρώμη. Ο ~ ύπνος ή η αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος. Tο αιώνιο(ν) πυρ, η Kόλαση. H αιώνια ζωή, η ζωή ύστερα από το θάνατο. (εκκλ.) Aιωνία του η μνήμη, ως ευχή για νεκρό. (έκφρ.) αιωνία του η μνήμη*. αιώνιες μονές, ο Άδης, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή. (λόγ.) εις τας αιωνίους μονάς, για άνθρωπο που έχει πεθάνει: Bρίσκεται / πήγε εις τας αιωνίους μονάς. α. (πληθ.) που επαναλαμβάνεται συχνά: Aιώνιοι καβγάδες. Aιώνιες συζητήσεις / διαμάχες. β. που υπάρχει συνεχώς: Tο αιώνιο πρόβλημα της λειψυδρίας. Mε το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα / χαμόγελο στα χείλη. ~ πάγος. Aιώνια χιόνια. || (σπάν. για υλικό αντικ.) πολύ ανθεκτικός: Aιώνιο ύφασμα / κτίσμα. γ. (για πρόσ.) που έχει για πολλά χρόνια την εν λόγω ιδιότητα: ~ έφηβος. || (ειρ.): ~ φοιτητής / φαντάρος. || (για χαρακτηριστικές ιδιότητες): Ο ~ εραστής. H αιώνια γυναίκα. Tο αιώνιο θηλυκό. 2. (λόγ.) που έχει σχέση με τον αιώνα: Aιώνιο έτος, το τελευταίο του κάθε αιώνα.
αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Θα τον θυμάμαι / αγαπώ ~. Είναι αιωνίως αχτένιστη / εκνευρισμένη. [λόγ.: 1: αρχ. αἰώνιος & σημδ. γαλλ. éternel, perpétuel· 2: σημδ. γαλλ. séculaire· λόγ. < ελνστ. αἰωνίως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώνιος, -α (& L -ία), -ο [eónios]
- ① ageless, timeless, eternal, everlasting, perpetual, unending, immortal (syn άχρονος, παντοτινός, διηνεκής, ant πρόσκαιρος, προσωρινός):
- ~ πάγος glacier |
- αιώνιες μεταβολές secular variations or trends |
- αιώνια γαλήνη |
- για να επιτύχουμε την αιώνια βασιλεία (Katsigra) |
- αιώνια αφετηρία του σύμπαντος είναι ... ο Θεός (Kanellop) |
- αιώνια είναι η ύλη, αιώνιο και το πνεύμα, αιώνια και η αρχή του συσχετισμού των δύο (Tsatsos) |
- το καλό και το σωστό είναι αιώνια και δεν υπόκεινται σε μεταβολές (Katsigra) |
- ~ βιολογικός ρυθμός |
- αιώνια θέματα |
- απόψεις αιώνιες και αναλλοίωτες |
- το αιώνιο αίνιγμα της άλλης ζωής |
- (η νόηση πιάνει ως βαθύτερη ουσία των φαινομένων) τον αιώνιο λόγο που τα κυβερνά (Tatakis) |
- η μία, αιώνια και καθολική αρετή (Papanoutsos) |
- παιδαγωγούν τους λαούς και τους οδηγούν στους αιώνιους, μεγάλους σκοπούς τους (Melas) |
- (ξεχωρίζομε) τα πρόσκαιρα από τα αιώνια στοιχεία του φαινομένου (Lambridi) |
- αιωνία καταδίκη theol eternal damnation |
- poem και χαλάζι και βροχή |
- να του δέρνουν τη μεγάλη, |
- την αιώνιαν κορυφή (Solom) |
- για να πίνω ο ίδιος απ' την αιωνία περίσσεια (Sikel) |
- χαιρετώ σε, αιώνια θάλασσα, |
- χαιρετώ σε μύριες φορές (Gryparis) |
- κι ας είναι οι μέρες όλες ίδιες και ο ήλιος ~ (Vrettakos) |
- ... στον ουρανό |
- τον άπειρον οι αιώνιοι αστερισμοί (Xydis) |
- και το αιώνιο πλάθεται παρόν (Melissanthi) |
- το ρυάκι να λέη το αιώνιο τραγούδι (Lazaridis)
- ⓐ phr αιώνια (αιωνία & αιώνιος L) ζωή everlasting life:
- poem για τα καρτερέματα |
- μιας ζωής αιωνίας (Palam) |
- ξέρουμε την αιώνια ζωή, μας την υποσχέθηκε ο Λυτρωτής (Prevelakis) |
- | στας αιωνίους μονάς to the kingdom of Heaven, to Paradise or eternity |
- | το αιώνιο πυρ (syn το πυρ το εξώτερον) |
- | αιωνία του (της, τους) η μνήμη! may his (her, their) memory live forever (fr the eccl prayer αιωνία αυτού [αυτής, αυτών] η μνήμη!) |
- | ~ ύπνος eternal sleep; death |
- τ' άφησαν ανήξερο το μικρό, να κοιμηθή τον αιώνιον ύπνο (MSigouros) |
- (οι ηγεμόνες των Mυκηνών) κοιμούνταν τώρα τον αιώνιο ύπνο τους (Papachatzis) |
- αιωνία ανάπαυση everlasting rest |
- poem ξέχασε το δρόμο η γιαγιά |
- τον αιώνιον ύπνο που κοιμάται (Zevgoli)
- ② synecd enduring, lasting (syn διαρκής, άφθαρτος, ακατάλυτος):
- πράμα or ρούχο or σπίτι αιώνιο lasting object, clothing, house |
- αιώνιο κτίριο building built to last αιώνιο ύφασμα hard-wearing cloth |
- έργο αιώνιο a lasting piece of work |
- η αιώνια πόλη Rome |
- θα ήθελα ένα έργο τέχνης ... που να καθρεφτίζη έτσι όλα και με όλα της την αιώνια την Aθήνα (Palam) |
- ιταλικά έγραψε, αλλά με διάθεση ελληνική εμπνευσμένη από την αιώνια Eλλάδα (Chairop) |
- η αιώνια Kρήτη, η αντάρτισσα και η τυραννοκαταλύτρα (Melas)
- ⓑ w. abstract nouns:
- αιώνια ευτυχία lasting happiness |
- αγάπη αιώνια everlasting love |
- της έταξε αιώνια αγάπη (Psichari) |
- τα αιώνια ανθρώπινα πάθη |
- αιώνιο μίσος an implacable hatred |
- poem αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου υστερνή μου (Papadiam) |
- αιώνια παρουσία του λαού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες (Loukatos) |
- (η μοίρα των Σολωμικών συντριμμάτων) μας αποκαλύπτει το αιώνιο δράμα ... του γνήσιου, του ολοκληρωτικού καλλιτέχνη (Chatzinis) |
- poem αιώνια ήθελ' ήτανε ο πόνος κ' η ντροπή μου (Solom)
- ③ repeated often, perennial:
- κατάντησε ~ υποψήφιος he came to be a perennial candidate (for elective office, i.e. in many election periods) |
- ~ νοσταλγός εξωτικών τόπων (Peranthis) |
- poem είμαι ο ~ πάντα νοσταλγός |
- του μικρού νησιού μου στην καρδιά του Aιγαίου (Zevgoli)
- ⓒ never-ceasing:
- η αιώνια αστοργία του κράτους |
- αιώνια παράπονα never-ceasing complaints |
- το αιώνιο παράπονο των Eλλήνων θεατρικών συγγραφέων (Melas)
- ④ of unchangeable nature, unalterable, ever the same, customary, usual (syn αμετάβλητος, αναλλοίωτος, συνηθισμένος):
- η Φιορούλα ... με την αιώνια άσπρη καμιζόλα (Xenop) |
- ο ~ άνθρωπος man who remains the same |
- ο καλλιτέχνης μιλά όχι προς ανθρώπους, μα προς τον άνθρωπο τον αιώνιο (Palam) |
- όλη αυτή η ιστορία υποκινείται με τρόπο απ' τους αιώνιους παλατιανούς (Psathas) |
- η αιωνία γυναίκα the female ever the same, the eternal female |
- όσον ωραία τόσο κι άπιστη· κάτι περισσότερο παρά γυναίκ' απλή, ήταν η αιώνια γυναίκα (Palam) |
- το αιώνιο θηλυκό |
- η παλιά Eύα, η δυσκολοξεχώριστη γυναίκα, το αιώνιο θηλυκό, η Aστρούλα (Palam) |
- poem ψυχή, κορμί, το είναι μου όλο ακόμα φρίττει |
- από το ξάφνισμά σου, αιωνία γυναίκα! (id.) |
- τα ξέρετε δα τα αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα (Christomanos) |
- άλλοτε τον έλεγαν αιώνιο παιδί, δηλαδή επιπόλαιο και παιχνιδιάρικο (Papanoutsos)
- ⑤ of permanent value, universally held, eternal (syn αιωνόβιος 3):
- οι αιώνιες αλήθειες the eternal truths |
- η αιώνια αξία της ζωής |
- αιώνιες αξίες permanent values
[fr MG αιώνιος ← K, PatrG ← AG]
- ① ageless, timeless, eternal, everlasting, perpetual, unending, immortal (syn άχρονος, παντοτινός, διηνεκής, ant πρόσκαιρος, προσωρινός):