Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιώνιο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνιο [eónio] το, (L)
  • the eternal, ageless thing:
    • αληθινά επίκαιρο είναι μονάχα το ~ (Tsatsos) |
    • poem το ποτάμι κυλά ...|... ή ξέγνοιαστο στο ~ αναρριχιέται ενώ γκρεμίζεται (ZOikonomou) |
    • όλα με βοηθούν ...| να μαρτυρήσω μέσα μου το ~ (Karelli)

[substantiv. n of αιώνιος]

[Λεξικό Κριαρά]
αιώνιος, επίθ.· ναιώνιος.
  • (Προκ. για τη μέλλουσα ζωή) αιώνιος, ατελεύτητος:
    • (Πένθ. θαν. 458).
  • Tο αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = οι θεοί:
    • ας είναι εδώ διά μαρτυριάν οι αθάνατοι κι αιώνιοι (Θησ. I´ [63]).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η μέλλουσα ζωή:
    • όποιος προσερινά ποθεί τ’ αιώνια θέλει χάσει (Φαλιέρ., Pίμ. 308).

[αρχ. επίθ. αιώνιος. O τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιώνιος -α -ο [eónios] Ε6, λόγ. θηλ. και αιωνία : 1.που διαρκεί πολύ ή για πάντα: Aιώνια δόξα / ευγνωμοσύνη / αγάπη / άνοιξη. Οι αιώνιες ηθικές αξίες. H αιώνια πόλη, η Ρώμη. Ο ~ ύπνος ή η αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος. Tο αιώνιο(ν) πυρ, η Kόλαση. H αιώνια ζωή, η ζωή ύστερα από το θάνατο. (εκκλ.) Aιωνία του η μνήμη, ως ευχή για νεκρό. (έκφρ.) αιωνία του η μνήμη*. αιώνιες μονές, ο Άδης, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή. (λόγ.) εις τας αιωνίους μονάς, για άνθρωπο που έχει πεθάνει: Bρίσκεται / πήγε εις τας αιωνίους μονάς. α. (πληθ.) που επαναλαμβάνεται συχνά: Aιώνιοι καβγάδες. Aιώνιες συζητήσεις / διαμάχες. β. που υπάρχει συνεχώς: Tο αιώνιο πρόβλημα της λειψυδρίας. Mε το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα / χαμόγελο στα χείλη. ~ πάγος. Aιώνια χιόνια. || (σπάν. για υλικό αντικ.) πολύ ανθεκτικός: Aιώνιο ύφασμα / κτίσμα. γ. (για πρόσ.) που έχει για πολλά χρόνια την εν λόγω ιδιότητα: ~ έφηβος. || (ειρ.): ~ φοιτητής / φαντάρος. || (για χαρακτηριστικές ιδιότητες): Ο ~ εραστής. H αιώνια γυναίκα. Tο αιώνιο θηλυκό. 2. (λόγ.) που έχει σχέση με τον αιώνα: Aιώνιο έτος, το τελευταίο του κάθε αιώνα. αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Θα τον θυμάμαι / αγαπώ ~. Είναι αιωνίως αχτένιστη / εκνευρισμένη.

[λόγ.: 1: αρχ. αἰώνιος & σημδ. γαλλ. éternel, perpétuel· 2: σημδ. γαλλ. séculaire· λόγ. < ελνστ. αἰωνίως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνιος, -α (& L -ία), -ο [eónios]
  • ① ageless, timeless, eternal, everlasting, perpetual, unending, immortal (syn άχρονος, παντοτινός, διηνεκής, ant πρόσκαιρος, προσωρινός):
    • ~ πάγος glacier |
    • αιώνιες μεταβολές secular variations or trends |
    • αιώνια γαλήνη |
    • για να επιτύχουμε την αιώνια βασιλεία (Katsigra) |
    • αιώνια αφετηρία του σύμπαντος είναι ... ο Θεός (Kanellop) |
    • αιώνια είναι η ύλη, αιώνιο και το πνεύμα, αιώνια και η αρχή του συσχετισμού των δύο (Tsatsos) |
    • το καλό και το σωστό είναι αιώνια και δεν υπόκεινται σε μεταβολές (Katsigra) |
    • ~ βιολογικός ρυθμός |
    • αιώνια θέματα |
    • απόψεις αιώνιες και αναλλοίωτες |
    • το αιώνιο αίνιγμα της άλλης ζωής |
    • (η νόηση πιάνει ως βαθύτερη ουσία των φαινομένων) τον αιώνιο λόγο που τα κυβερνά (Tatakis) |
    • η μία, αιώνια και καθολική αρετή (Papanoutsos) |
    • παιδαγωγούν τους λαούς και τους οδηγούν στους αιώνιους, μεγάλους σκοπούς τους (Melas) |
    • (ξεχωρίζομε) τα πρόσκαιρα από τα αιώνια στοιχεία του φαινομένου (Lambridi) |
    • αιωνία καταδίκη theol eternal damnation |
    • poem και χαλάζι και βροχή |
    • να του δέρνουν τη μεγάλη, |
    • την αιώνιαν κορυφή (Solom) |
    • για να πίνω ο ίδιος απ' την αιωνία περίσσεια (Sikel) |
    • χαιρετώ σε, αιώνια θάλασσα, |
    • χαιρετώ σε μύριες φορές (Gryparis) |
    • κι ας είναι οι μέρες όλες ίδιες και ο ήλιος ~ (Vrettakos) |
    • ... στον ουρανό |
    • τον άπειρον οι αιώνιοι αστερισμοί (Xydis) |
    • και το αιώνιο πλάθεται παρόν (Melissanthi) |
    • το ρυάκι να λέη το αιώνιο τραγούδι (Lazaridis)
  • ⓐ phr αιώνια (αιωνία & αιώνιος L) ζωή everlasting life:
    • poem για τα καρτερέματα |
    • μιας ζωής αιωνίας (Palam) |
    • ξέρουμε την αιώνια ζωή, μας την υποσχέθηκε ο Λυτρωτής (Prevelakis) |
    • | στας αιωνίους μονάς to the kingdom of Heaven, to Paradise or eternity |
    • | το αιώνιο πυρ (syn το πυρ το εξώτερον) |
    • | αιωνία του (της, τους) η μνήμη! may his (her, their) memory live forever (fr the eccl prayer αιωνία αυτού [αυτής, αυτών] η μνήμη!) |
    • | ~ ύπνος eternal sleep; death |
    • τ' άφησαν ανήξερο το μικρό, να κοιμηθή τον αιώνιον ύπνο (MSigouros) |
    • (οι ηγεμόνες των Mυκηνών) κοιμούνταν τώρα τον αιώνιο ύπνο τους (Papachatzis) |
    • αιωνία ανάπαυση everlasting rest |
    • poem ξέχασε το δρόμο η γιαγιά |
    • τον αιώνιον ύπνο που κοιμάται (Zevgoli)
  • ② synecd enduring, lasting (syn διαρκής, άφθαρτος, ακατάλυτος):
    • πράμα or ρούχο or σπίτι αιώνιο lasting object, clothing, house |
    • αιώνιο κτίριο building built to last αιώνιο ύφασμα hard-wearing cloth |
    • έργο αιώνιο a lasting piece of work |
    • η αιώνια πόλη Rome |
    • θα ήθελα ένα έργο τέχνης ... που να καθρεφτίζη έτσι όλα και με όλα της την αιώνια την Aθήνα (Palam) |
    • ιταλικά έγραψε, αλλά με διάθεση ελληνική εμπνευσμένη από την αιώνια Eλλάδα (Chairop) |
    • η αιώνια Kρήτη, η αντάρτισσα και η τυραννοκαταλύτρα (Melas)
  • ⓑ w. abstract nouns:
    • αιώνια ευτυχία lasting happiness |
    • αγάπη αιώνια everlasting love |
    • της έταξε αιώνια αγάπη (Psichari) |
    • τα αιώνια ανθρώπινα πάθη |
    • αιώνιο μίσος an implacable hatred |
    • poem αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου υστερνή μου (Papadiam) |
    • αιώνια παρουσία του λαού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες (Loukatos) |
    • (η μοίρα των Σολωμικών συντριμμάτων) μας αποκαλύπτει το αιώνιο δράμα ... του γνήσιου, του ολοκληρωτικού καλλιτέχνη (Chatzinis) |
    • poem αιώνια ήθελ' ήτανε ο πόνος κ' η ντροπή μου (Solom)
  • ③ repeated often, perennial:
    • κατάντησε ~ υποψήφιος he came to be a perennial candidate (for elective office, i.e. in many election periods) |
    • ~ νοσταλγός εξωτικών τόπων (Peranthis) |
    • poem είμαι ο ~ πάντα νοσταλγός |
    • του μικρού νησιού μου στην καρδιά του Aιγαίου (Zevgoli)
  • ⓒ never-ceasing:
    • η αιώνια αστοργία του κράτους |
    • αιώνια παράπονα never-ceasing complaints |
    • το αιώνιο παράπονο των Eλλήνων θεατρικών συγγραφέων (Melas)
  • ④ of unchangeable nature, unalterable, ever the same, customary, usual (syn αμετάβλητος, αναλλοίωτος, συνηθισμένος):
    • η Φιορούλα ... με την αιώνια άσπρη καμιζόλα (Xenop) |
    • ο ~ άνθρωπος man who remains the same |
    • ο καλλιτέχνης μιλά όχι προς ανθρώπους, μα προς τον άνθρωπο τον αιώνιο (Palam) |
    • όλη αυτή η ιστορία υποκινείται με τρόπο απ' τους αιώνιους παλατιανούς (Psathas) |
    • η αιωνία γυναίκα the female ever the same, the eternal female |
    • όσον ωραία τόσο κι άπιστη· κάτι περισσότερο παρά γυναίκ' απλή, ήταν η αιώνια γυναίκα (Palam) |
    • το αιώνιο θηλυκό |
    • η παλιά Eύα, η δυσκολοξεχώριστη γυναίκα, το αιώνιο θηλυκό, η Aστρούλα (Palam) |
    • poem ψυχή, κορμί, το είναι μου όλο ακόμα φρίττει |
    • από το ξάφνισμά σου, αιωνία γυναίκα! (id.) |
    • τα ξέρετε δα τα αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα (Christomanos) |
    • άλλοτε τον έλεγαν αιώνιο παιδί, δηλαδή επιπόλαιο και παιχνιδιάρικο (Papanoutsos)
  • ⑤ of permanent value, universally held, eternal (syn αιωνόβιος 3):
    • οι αιώνιες αλήθειες the eternal truths |
    • η αιώνια αξία της ζωής |
    • αιώνιες αξίες permanent values

[fr MG αιώνιος ← K, PatrG ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιωνιότητα η [eoniótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του αιώνιου, εκείνου που διαρκεί πολύ χρόνο ή για πάντα: α. που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος: H ~ του σύμπαντος / του Θεού. β. που έχει αρχή όχι όμως και τέλος: H ~ του πνεύματος / της ψυχής του ανθρώπου. 2α. μελλοντικό χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο: Έργα τέχνης που θα ζουν στην ~. β. η μεταθανάτια ζωή και ιδίως ο Παράδεισος κατά τη χριστιανική διδασκαλία: H επίγεια ζωή δεν είναι παρά το γεφύρι που οδηγεί στην ~. γ. ο άπειρος χρόνος: Tι αξίζει η ζωή ενός ανθρώπου μπροστά στην ~;

[λόγ.: 1: ελνστ. αἰωνιότης, αιτ. -ητα· 2: σημδ. γαλλ. éternité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιωνιότητα [eoniótita] η, (& L αιωνιότης, dial & poet αιωνιότη) gen αιωνιότητας (L αιωνιότητος) (L)
  • eternity (syn παντοτινή διάρκεια, παντοτινότητα):
    • η ~ του σύμπαντος, η ~ του κόσμου, η ~ της ψυχής, η ~ του πνεύματος, η ~ του Θεού |
    • να φέρνωνται μέσα στο ρέμα της αιωνιότης που ανεβοκατεβαίνει (Palam) |
    • η έννοια του χρόνου έχει καταργηθή· φθάνουμε στον καφενέ με το πάσο μας, σαν να είναι κτήμα μας η αιωνιότης (Melas) |
    • ο Σικελιανός ζήτησε να συλλάβη μέσα στην έννοια Eλλάδα ένα μόριο αιωνιότητας (Theotokas) |
    • (ένα πηγαίο) αίσθημα ... χαρίζει στα έργα της τέχνης την ελπίδα της αιωνιότητος (Karyotakis) |
    • poem ... και η γης ασκώνει |
    • τη λευκή καταχνιά και φανερώνει |
    • την ομορφάδα της αιωνιότης |
    • άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη (Mavilis) |
    • υψώνομαι, |
    • έχοντας βαθιά μου κλείσει |
    • την Aιωνιότητά μου (Sikel) |
    • μια Πύλη απάνωθε ... να λέη |
    • πως απ' το Xρόνο προχωρά η Aιωνιότη (id.)
  • ⓐ philos timelessness (syn το άχρονο)

[fr MG ← K, PatrG αἰωνιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες