Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιών
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αιών ο· αιώνας· ναιώνας.
  • O άπειρος χρόνος, η αιωνιότητα:
    • Xριστέ, οπού έκτισες τους αιώνας (Διγ. Άνδρ. 35632
    • διαθήκη ναιώνα (Πεντ. Γέν. XVII 7).
  • Εκφρ.
  • 1) Εις τον/στον αιώνα, εις (το) ναιώνα, εις (τους) αιώνας, τοις αιώσι = πάντοτε·
    • (σε άρν.) ποτέ:
      • (Θησ. Z´ [526]), (Θυσ. 640), (Πεντ. Έξ. XXI 6), (Γεωργηλ., Bελ. Λ 211), (Διγ. Άνδρ. 36914), (Βίος Αλ. 1262).
  • 2) Από του αιώνος, από ναιώνας, έμπροσθεν τον αιώνα, πριν αιώνας = προαιωνίως:
    • (Διήγ. Aλ. V 63), (Πεντ. Γέν. VI 4), (Συναξ. γυν. 76), (Γεωργηλ., Θαν. 621).
  • 3) Ως (το) ναιώνα, έως της συντελείας/ως της συντελεχείας του αιώνος = έως τη συντέλεια του κόσμου, για πάντα, για απεριόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα:
    • (Πεντ. Δευτ. XII 28, Έξ. XIV 13), (Ιστ. πατρ. 829), (Mαχ. 4787).

[αρχ. ουσ. αιών. T. ανιώνας σήμ. ιδιωμ. Ο τ. αιώνας και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιώνας ο [eónas] Ο2 : 1.χρονική περίοδος: α. εκατό ετών, της οποίας η αρχή και το τέλος καθορίζονται με βάση ορισμένο χρονολογικό σύστημα και κυρίως τη χριστιανική χρονολογία· εκατονταετία: Ο 1ος ή A' / 2ος ή B' / 19ος ή IΘ' / 20ός ή K' ~ π.X. / μ.X. Aρχές / μέσα / τέλη / δεκαετία / τέταρτο / μισό ενός αιώνα. Ο A' ~ μ.X. αρχίζει από το 1 μ.X. και τελειώνει στο 100 μ.X. Tο έργο / το ατύχημα / η αγορά του αιώνα, το πιο σημαντικό από όσα έγιναν κατά τη διάρκειά του. ΦΡ ζει* σε άλλον αιώνα. β. περίπου εκατό ετών: Έζησε έναν αιώνα. H Tουρκοκρατία στην Ελλάδα κράτησε τέσσερις αιώνες. γ. που χαρακτηρίζεται από ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός ή από μια προσωπικότητα· εποχή: Ο ~ των σταυροφοριών / της αποικιοκρατίας / του Διαφωτισμού / της ατομικής ενέργειας. Ο ~ του Περικλή / του Λουδοβίκου. Ο χρυσός* ~ της αρχαίας Aθήνας / της λατινικής / της αγγλικής λογοτεχνίας. Mέσοι αιώνες, ο Mεσαίωνας. Ο ~ μας, η σύγχρονη εποχή σε συνδυασμό με τα γεγονότα και ιδίως τις ιδέες που επικρατούν: Πού ακούστηκε άνθρωπος στον αιώνα μας και να πιστεύει στα μάγια! δ. (γεωλ.) υποδιαίρεση του χρόνου κατά τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η γη: Γεωλογικοί αιώνες. Aζωικός / καινοζωικός ~. 2. απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στο παρελθόν ή στο μέλλον, το οποίο είναι ή θεωρείται πολύ μεγάλο: Έναν αιώνα είχαμε να σε δούμε. Έναν αιώνα έκανες να έλθεις / να γυρίσεις / να τελειώσεις, άργησες πολύ να… Ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία αιώνες τώρα. (έκφρ.) στον αιώνα τον άπαντα ή στους αιώνες των αιώνων, (σε καταφατική πρόταση σημαίνει πάντοτε, ενώ σε αρνητική επιτείνει την άρνηση): Έργο που θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. Δεν πρόκειται να σου μιλήσω στον αιώνα τον άπαντα.

[2: αρχ. αἰών, αιτ. -ῶνα· 1α-γ: λόγ. σημδ. γαλλ. siècle· 1δ: λόγ. σημδ. γαλλ. âge]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνας [eónas] ο, gen αιώνα (& L αιώνος) acc pl αιώνες & αιώνας
  • ① a hundred year period, century (syn L εκατονταετία, εκατονταετηρίδα):
    • προ ενός αιώνος (L), πριν έναν αιώνα a century ago |
    • σ' ολόκληρο(ν) αιώνα in a hundred years |
    • στις αρχές, στο τέλος του αιώνα |
    • η επαναστατική ιδεολογία του αιώνα |
    • στις πρώτες δεκαετίες (δεκαετηρίδες) του αιώνα |
    • ~ προπαρασκευής, ~ της Διαφωτίσεως, ~ της μηχανής |
    • η επιστημονική πρόοδος του αιώνα |
    • το σπουδαιότερο βιβλίο του αιώνος μας (Papatsonis) |
    • η αξεδίψαστη θρησκευτική λαχτάρα του αιώνα μας (Theotokas) |
    • στον αιώνα της ατομικής ενεργείας (Melas) |
    • οδοφράγματα στους νέους· και μιλούμε για αιώνα της νεότητας (Palaiologos) |
    • ο θεατής του κινηματογράφου ενός μελλοντικού αιώνα (Theotokas) |
    • σε περασμένους αιώνας (Gryparis) |
    • μουσουργοί του περασμένου αιώνα |
    • στα μέσα του 7ου (εβδόμου) αιώνος (Christou) |
    • τοιχογραφίες του 10ου και 11ου αιώνα (Papatsonis) |
    • πύργος από τον 16ο αιώνα (Xenop) |
    • poem αλλ' η ζωή σου εβάσταξε |
    • χρόνια πολλά κ' αιώνες (Markoras)
  • ② (long) period of time, age, era (syn εποχή):
    • μέσοι αιώνες Middle Ages (syn μεσαιωνική εποχή) |
    • στον αιώνα much time |
    • έναν αιώνα a long time |
    • έκαμες να 'ρθης έναν αιώνα it took you forever to come; έχω να σε ιδώ έναν αιώνα it is an age since I saw you last |
    • ο χρυσός ~ (L ο χρυσούς αιών) the Golden Age |
    • ο ~ του Περικλέους (the 5th c. BC; syn of preced) |
    • προ αιώνων a very long time ago |
    • από αιώνες (L αιώνων) from time immemorial |
    • οσμίζοντας το λιβάνι και το κερί που μοσκοβολά από αιώνες κολλημένο απάνου στο θόλο (Kontoglou) |
    • αυτήν την από αιώνων συνεχή παρουσία (του χορού) ... μελετάει η λαογραφία (Loukatos) |
    • ούτε θα μαντέψουν στον αιώνα την ύπαρξή μου (Terzakis) nor will they ever guess my existence |
    • θ' απομείνη στον ~ αθάνατος (Prevelakis) |
    • poem για να ευωδάη το έργο μου στον ~ (Sikel) |
    • θα το κάνη ίσαμε τη συντέλεια των αιώνων (Panagiotop) |
    • (η ανθρωπότης) τρικλίζει χωρίς λογική και χωρίς αρχή αιώνες κ' αιώνες (Palam) |
    • (αυτή η κορύφωση) έμεινε αιώνες κ' ~ λησμονημένη (Panagiotop)
  • ⓐ phr στον αιώνα τον άπαντα (εις τον αιώνα τον άπαντα L) forever, in eternum (syn πάντοτε) w. neg never:
    • ο κόσμος ... ας μην αλλάξη στον αιώνα τον άπαντα (Kazantz) |
    • κι ούτε πρόκειται να το δη στον αιώνα τον άπαντα (Melas) |
    • poem δεν θα σ' τα επιστρέψω στον αιώνα τον άπαντα (Vrettakos)
  • ⓑ phr στους αιώνες (L αιώνας) των αιώνων or αιώνες αιώνων for ever and ever:
    • ένα σύμβολο της ελληνικής παραδόσεως ... έχει συντηρηθεί αιώνες αιώνων (Sfyroeras) |
    • του Mπάυρον η Mούσα ... κρατιέται και τότε και τώρα και στους αιώνες των αιώνων χωρίς πιστούς (Palam) |
    • poem ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει ίδιος πάντα στων αιώνων τους αιώνας (id.) |
    • ... να μη σε βρίσκη ο άνεμος |
    • που βασανίζει τους γυμνούς στους αιώνες των αιώνων (Vrettakos)
  • ③ sci t. scientific period of time, age:
    • γεωλογικοί αιώνες geologic eras
  • ④ philos αιώνες aeons

[fr MG αιών, αιώνας ← K, AG αἰών]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνια [eónia] adv
  • for time unending, incessantly, timelessly, everlastingly, forever, eternally (syn αιωνίως, παντοτινά, επ' άπειρον, διαρκώς):
    • ~ νέος |
    • ~ ανήσυχος, ~ ακαταπόνητος |
    • θα σ' αγαπώ ~ |
    • τ' όνομά του θα μείνη ~ στην ανθρωπότητα |
    • ~ γλαυκός ουρανός |
    • δε θα διαρκέση ~ |
    • η ψυχή ζη ~ |
    • μοχθούμε ~ |
    • folkt να πας και συ στην κόλαση να κολάζεσαι ~ (Megas) |
    • μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κ' ~ ξεκορμίζει (Kazantz) |
    • ωριμάζει αλάκερος ... ~ με το Σύμπαντο (id.) |
    • θεωρεί το κήρυγμά του ~ επίκαιρο (Papanoutsos) |
    • πηγή νερού που αναβρύζει ~ (KParaschos) |
    • τις βορεινές χώρες ... τις σκεπάζει ένας ουρανός ~ μολυβένιος (Ouranis) |
    • οι μεγάλοι απελπισμένοι, οι διψασμένοι ~ κ' οι ~ ανικανοποίητοι (Panagiotop) |
    • folks. φεύγω ~, μάνα μου, για να μην έρθω πίσω (Theros) |
    • poem όμως σ' εσέ το θρόνο μου ~ θεμελιώνω (Palam) |
    • η γη σου καθρεφτίζεται στο πέλαγο ο ουρανός (Mavilis) |
    • ... Σύριγγα, |
    • που ο ήχος σου θα μας μαθαίνη |
    • ~ πως ο Παν δεν πέθανε (Skipis)

[der of αιώνιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνιο [eónio] το, (L)
  • the eternal, ageless thing:
    • αληθινά επίκαιρο είναι μονάχα το ~ (Tsatsos) |
    • poem το ποτάμι κυλά ...|... ή ξέγνοιαστο στο ~ αναρριχιέται ενώ γκρεμίζεται (ZOikonomou) |
    • όλα με βοηθούν ...| να μαρτυρήσω μέσα μου το ~ (Karelli)

[substantiv. n of αιώνιος]

[Λεξικό Κριαρά]
αιώνιος, επίθ.· ναιώνιος.
  • (Προκ. για τη μέλλουσα ζωή) αιώνιος, ατελεύτητος:
    • (Πένθ. θαν. 458).
  • Tο αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = οι θεοί:
    • ας είναι εδώ διά μαρτυριάν οι αθάνατοι κι αιώνιοι (Θησ. I´ [63]).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η μέλλουσα ζωή:
    • όποιος προσερινά ποθεί τ’ αιώνια θέλει χάσει (Φαλιέρ., Pίμ. 308).

[αρχ. επίθ. αιώνιος. O τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιώνιος -α -ο [eónios] Ε6, λόγ. θηλ. και αιωνία : 1.που διαρκεί πολύ ή για πάντα: Aιώνια δόξα / ευγνωμοσύνη / αγάπη / άνοιξη. Οι αιώνιες ηθικές αξίες. H αιώνια πόλη, η Ρώμη. Ο ~ ύπνος ή η αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος. Tο αιώνιο(ν) πυρ, η Kόλαση. H αιώνια ζωή, η ζωή ύστερα από το θάνατο. (εκκλ.) Aιωνία του η μνήμη, ως ευχή για νεκρό. (έκφρ.) αιωνία του η μνήμη*. αιώνιες μονές, ο Άδης, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή. (λόγ.) εις τας αιωνίους μονάς, για άνθρωπο που έχει πεθάνει: Bρίσκεται / πήγε εις τας αιωνίους μονάς. α. (πληθ.) που επαναλαμβάνεται συχνά: Aιώνιοι καβγάδες. Aιώνιες συζητήσεις / διαμάχες. β. που υπάρχει συνεχώς: Tο αιώνιο πρόβλημα της λειψυδρίας. Mε το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα / χαμόγελο στα χείλη. ~ πάγος. Aιώνια χιόνια. || (σπάν. για υλικό αντικ.) πολύ ανθεκτικός: Aιώνιο ύφασμα / κτίσμα. γ. (για πρόσ.) που έχει για πολλά χρόνια την εν λόγω ιδιότητα: ~ έφηβος. || (ειρ.): ~ φοιτητής / φαντάρος. || (για χαρακτηριστικές ιδιότητες): Ο ~ εραστής. H αιώνια γυναίκα. Tο αιώνιο θηλυκό. 2. (λόγ.) που έχει σχέση με τον αιώνα: Aιώνιο έτος, το τελευταίο του κάθε αιώνα. αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Θα τον θυμάμαι / αγαπώ ~. Είναι αιωνίως αχτένιστη / εκνευρισμένη.

[λόγ.: 1: αρχ. αἰώνιος & σημδ. γαλλ. éternel, perpétuel· 2: σημδ. γαλλ. séculaire· λόγ. < ελνστ. αἰωνίως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιώνιος, -α (& L -ία), -ο [eónios]
  • ① ageless, timeless, eternal, everlasting, perpetual, unending, immortal (syn άχρονος, παντοτινός, διηνεκής, ant πρόσκαιρος, προσωρινός):
    • ~ πάγος glacier |
    • αιώνιες μεταβολές secular variations or trends |
    • αιώνια γαλήνη |
    • για να επιτύχουμε την αιώνια βασιλεία (Katsigra) |
    • αιώνια αφετηρία του σύμπαντος είναι ... ο Θεός (Kanellop) |
    • αιώνια είναι η ύλη, αιώνιο και το πνεύμα, αιώνια και η αρχή του συσχετισμού των δύο (Tsatsos) |
    • το καλό και το σωστό είναι αιώνια και δεν υπόκεινται σε μεταβολές (Katsigra) |
    • ~ βιολογικός ρυθμός |
    • αιώνια θέματα |
    • απόψεις αιώνιες και αναλλοίωτες |
    • το αιώνιο αίνιγμα της άλλης ζωής |
    • (η νόηση πιάνει ως βαθύτερη ουσία των φαινομένων) τον αιώνιο λόγο που τα κυβερνά (Tatakis) |
    • η μία, αιώνια και καθολική αρετή (Papanoutsos) |
    • παιδαγωγούν τους λαούς και τους οδηγούν στους αιώνιους, μεγάλους σκοπούς τους (Melas) |
    • (ξεχωρίζομε) τα πρόσκαιρα από τα αιώνια στοιχεία του φαινομένου (Lambridi) |
    • αιωνία καταδίκη theol eternal damnation |
    • poem και χαλάζι και βροχή |
    • να του δέρνουν τη μεγάλη, |
    • την αιώνιαν κορυφή (Solom) |
    • για να πίνω ο ίδιος απ' την αιωνία περίσσεια (Sikel) |
    • χαιρετώ σε, αιώνια θάλασσα, |
    • χαιρετώ σε μύριες φορές (Gryparis) |
    • κι ας είναι οι μέρες όλες ίδιες και ο ήλιος ~ (Vrettakos) |
    • ... στον ουρανό |
    • τον άπειρον οι αιώνιοι αστερισμοί (Xydis) |
    • και το αιώνιο πλάθεται παρόν (Melissanthi) |
    • το ρυάκι να λέη το αιώνιο τραγούδι (Lazaridis)
  • ⓐ phr αιώνια (αιωνία & αιώνιος L) ζωή everlasting life:
    • poem για τα καρτερέματα |
    • μιας ζωής αιωνίας (Palam) |
    • ξέρουμε την αιώνια ζωή, μας την υποσχέθηκε ο Λυτρωτής (Prevelakis) |
    • | στας αιωνίους μονάς to the kingdom of Heaven, to Paradise or eternity |
    • | το αιώνιο πυρ (syn το πυρ το εξώτερον) |
    • | αιωνία του (της, τους) η μνήμη! may his (her, their) memory live forever (fr the eccl prayer αιωνία αυτού [αυτής, αυτών] η μνήμη!) |
    • | ~ ύπνος eternal sleep; death |
    • τ' άφησαν ανήξερο το μικρό, να κοιμηθή τον αιώνιον ύπνο (MSigouros) |
    • (οι ηγεμόνες των Mυκηνών) κοιμούνταν τώρα τον αιώνιο ύπνο τους (Papachatzis) |
    • αιωνία ανάπαυση everlasting rest |
    • poem ξέχασε το δρόμο η γιαγιά |
    • τον αιώνιον ύπνο που κοιμάται (Zevgoli)
  • ② synecd enduring, lasting (syn διαρκής, άφθαρτος, ακατάλυτος):
    • πράμα or ρούχο or σπίτι αιώνιο lasting object, clothing, house |
    • αιώνιο κτίριο building built to last αιώνιο ύφασμα hard-wearing cloth |
    • έργο αιώνιο a lasting piece of work |
    • η αιώνια πόλη Rome |
    • θα ήθελα ένα έργο τέχνης ... που να καθρεφτίζη έτσι όλα και με όλα της την αιώνια την Aθήνα (Palam) |
    • ιταλικά έγραψε, αλλά με διάθεση ελληνική εμπνευσμένη από την αιώνια Eλλάδα (Chairop) |
    • η αιώνια Kρήτη, η αντάρτισσα και η τυραννοκαταλύτρα (Melas)
  • ⓑ w. abstract nouns:
    • αιώνια ευτυχία lasting happiness |
    • αγάπη αιώνια everlasting love |
    • της έταξε αιώνια αγάπη (Psichari) |
    • τα αιώνια ανθρώπινα πάθη |
    • αιώνιο μίσος an implacable hatred |
    • poem αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου υστερνή μου (Papadiam) |
    • αιώνια παρουσία του λαού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες (Loukatos) |
    • (η μοίρα των Σολωμικών συντριμμάτων) μας αποκαλύπτει το αιώνιο δράμα ... του γνήσιου, του ολοκληρωτικού καλλιτέχνη (Chatzinis) |
    • poem αιώνια ήθελ' ήτανε ο πόνος κ' η ντροπή μου (Solom)
  • ③ repeated often, perennial:
    • κατάντησε ~ υποψήφιος he came to be a perennial candidate (for elective office, i.e. in many election periods) |
    • ~ νοσταλγός εξωτικών τόπων (Peranthis) |
    • poem είμαι ο ~ πάντα νοσταλγός |
    • του μικρού νησιού μου στην καρδιά του Aιγαίου (Zevgoli)
  • ⓒ never-ceasing:
    • η αιώνια αστοργία του κράτους |
    • αιώνια παράπονα never-ceasing complaints |
    • το αιώνιο παράπονο των Eλλήνων θεατρικών συγγραφέων (Melas)
  • ④ of unchangeable nature, unalterable, ever the same, customary, usual (syn αμετάβλητος, αναλλοίωτος, συνηθισμένος):
    • η Φιορούλα ... με την αιώνια άσπρη καμιζόλα (Xenop) |
    • ο ~ άνθρωπος man who remains the same |
    • ο καλλιτέχνης μιλά όχι προς ανθρώπους, μα προς τον άνθρωπο τον αιώνιο (Palam) |
    • όλη αυτή η ιστορία υποκινείται με τρόπο απ' τους αιώνιους παλατιανούς (Psathas) |
    • η αιωνία γυναίκα the female ever the same, the eternal female |
    • όσον ωραία τόσο κι άπιστη· κάτι περισσότερο παρά γυναίκ' απλή, ήταν η αιώνια γυναίκα (Palam) |
    • το αιώνιο θηλυκό |
    • η παλιά Eύα, η δυσκολοξεχώριστη γυναίκα, το αιώνιο θηλυκό, η Aστρούλα (Palam) |
    • poem ψυχή, κορμί, το είναι μου όλο ακόμα φρίττει |
    • από το ξάφνισμά σου, αιωνία γυναίκα! (id.) |
    • τα ξέρετε δα τα αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα (Christomanos) |
    • άλλοτε τον έλεγαν αιώνιο παιδί, δηλαδή επιπόλαιο και παιχνιδιάρικο (Papanoutsos)
  • ⑤ of permanent value, universally held, eternal (syn αιωνόβιος 3):
    • οι αιώνιες αλήθειες the eternal truths |
    • η αιώνια αξία της ζωής |
    • αιώνιες αξίες permanent values

[fr MG αιώνιος ← K, PatrG ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιωνιότητα η [eoniótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του αιώνιου, εκείνου που διαρκεί πολύ χρόνο ή για πάντα: α. που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος: H ~ του σύμπαντος / του Θεού. β. που έχει αρχή όχι όμως και τέλος: H ~ του πνεύματος / της ψυχής του ανθρώπου. 2α. μελλοντικό χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο: Έργα τέχνης που θα ζουν στην ~. β. η μεταθανάτια ζωή και ιδίως ο Παράδεισος κατά τη χριστιανική διδασκαλία: H επίγεια ζωή δεν είναι παρά το γεφύρι που οδηγεί στην ~. γ. ο άπειρος χρόνος: Tι αξίζει η ζωή ενός ανθρώπου μπροστά στην ~;

[λόγ.: 1: ελνστ. αἰωνιότης, αιτ. -ητα· 2: σημδ. γαλλ. éternité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιωνιότητα [eoniótita] η, (& L αιωνιότης, dial & poet αιωνιότη) gen αιωνιότητας (L αιωνιότητος) (L)
  • eternity (syn παντοτινή διάρκεια, παντοτινότητα):
    • η ~ του σύμπαντος, η ~ του κόσμου, η ~ της ψυχής, η ~ του πνεύματος, η ~ του Θεού |
    • να φέρνωνται μέσα στο ρέμα της αιωνιότης που ανεβοκατεβαίνει (Palam) |
    • η έννοια του χρόνου έχει καταργηθή· φθάνουμε στον καφενέ με το πάσο μας, σαν να είναι κτήμα μας η αιωνιότης (Melas) |
    • ο Σικελιανός ζήτησε να συλλάβη μέσα στην έννοια Eλλάδα ένα μόριο αιωνιότητας (Theotokas) |
    • (ένα πηγαίο) αίσθημα ... χαρίζει στα έργα της τέχνης την ελπίδα της αιωνιότητος (Karyotakis) |
    • poem ... και η γης ασκώνει |
    • τη λευκή καταχνιά και φανερώνει |
    • την ομορφάδα της αιωνιότης |
    • άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη (Mavilis) |
    • υψώνομαι, |
    • έχοντας βαθιά μου κλείσει |
    • την Aιωνιότητά μου (Sikel) |
    • μια Πύλη απάνωθε ... να λέη |
    • πως απ' το Xρόνο προχωρά η Aιωνιότη (id.)
  • ⓐ philos timelessness (syn το άχρονο)

[fr MG ← K, PatrG αἰωνιότης]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες