Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιών ο· αιώνας· ναιώνας.
-
- O άπειρος χρόνος, η αιωνιότητα:
- Xριστέ, οπού έκτισες τους αιώνας (Διγ. Άνδρ. 35632)·
- διαθήκη ναιώνα (Πεντ. Γέν. XVII 7).
- Εκφρ.
- 1) Εις τον/στον αιώνα, εις (το) ναιώνα, εις (τους) αιώνας, τοις αιώσι = πάντοτε·
- (σε άρν.) ποτέ:
- (Θησ. Z´ [526]), (Θυσ. 640), (Πεντ. Έξ. XXI 6), (Γεωργηλ., Bελ. Λ 211), (Διγ. Άνδρ. 36914), (Βίος Αλ. 1262).
- (σε άρν.) ποτέ:
- 2) Από του αιώνος, από ναιώνας, έμπροσθεν τον αιώνα, πριν αιώνας = προαιωνίως:
- (Διήγ. Aλ. V 63), (Πεντ. Γέν. VI 4), (Συναξ. γυν. 76), (Γεωργηλ., Θαν. 621).
- 3) Ως (το) ναιώνα, έως της συντελείας/ως της συντελεχείας του αιώνος = έως τη συντέλεια του κόσμου, για πάντα, για απεριόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα:
- (Πεντ. Δευτ. XII 28, Έξ. XIV 13), (Ιστ. πατρ. 829), (Mαχ. 4787).
[αρχ. ουσ. αιών. T. ανιώνας σήμ. ιδιωμ. Ο τ. αιώνας και σήμ.]
- O άπειρος χρόνος, η αιωνιότητα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιώνας ο [eónas] Ο2 : 1.χρονική περίοδος: α. εκατό ετών, της οποίας η αρχή και το τέλος καθορίζονται με βάση ορισμένο χρονολογικό σύστημα και κυρίως τη χριστιανική χρονολογία· εκατονταετία: Ο 1ος ή A' / 2ος ή B' / 19ος ή IΘ' / 20ός ή K' ~ π.X. / μ.X. Aρχές / μέσα / τέλη / δεκαετία / τέταρτο / μισό ενός αιώνα. Ο A' ~ μ.X. αρχίζει από το 1 μ.X. και τελειώνει στο 100 μ.X. Tο έργο / το ατύχημα / η αγορά του αιώνα, το πιο σημαντικό από όσα έγιναν κατά τη διάρκειά του. ΦΡ ζει* σε άλλον αιώνα. β. περίπου εκατό ετών: Έζησε έναν αιώνα. H Tουρκοκρατία στην Ελλάδα κράτησε τέσσερις αιώνες. γ. που χαρακτηρίζεται από ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός ή από μια προσωπικότητα· εποχή: Ο ~ των σταυροφοριών / της αποικιοκρατίας / του Διαφωτισμού / της ατομικής ενέργειας. Ο ~ του Περικλή / του Λουδοβίκου. Ο χρυσός* ~ της αρχαίας Aθήνας / της λατινικής / της αγγλικής λογοτεχνίας. Mέσοι αιώνες, ο Mεσαίωνας. Ο ~ μας, η σύγχρονη εποχή σε συνδυασμό με τα γεγονότα και ιδίως τις ιδέες που επικρατούν: Πού ακούστηκε άνθρωπος στον αιώνα μας και να πιστεύει στα μάγια! δ. (γεωλ.) υποδιαίρεση του χρόνου κατά τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η γη: Γεωλογικοί αιώνες. Aζωικός / καινοζωικός ~. 2. απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στο παρελθόν ή στο μέλλον, το οποίο είναι ή θεωρείται πολύ μεγάλο: Έναν αιώνα είχαμε να σε δούμε. Έναν αιώνα έκανες να έλθεις / να γυρίσεις / να τελειώσεις, άργησες πολύ να
Ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία αιώνες τώρα. (έκφρ.) στον αιώνα τον άπαντα ή στους αιώνες των αιώνων, (σε καταφατική πρόταση σημαίνει πάντοτε, ενώ σε αρνητική επιτείνει την άρνηση): Έργο που θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. Δεν πρόκειται να σου μιλήσω στον αιώνα τον άπαντα.
[2: αρχ. αἰών, αιτ. -ῶνα· 1α-γ: λόγ. σημδ. γαλλ. siècle· 1δ: λόγ. σημδ. γαλλ. âge]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώνας [eónas] ο, gen αιώνα (& L αιώνος) acc pl αιώνες & αιώνας
- ① a hundred year period, century (syn L εκατονταετία, εκατονταετηρίδα):
- προ ενός αιώνος (L), πριν έναν αιώνα a century ago |
- σ' ολόκληρο(ν) αιώνα in a hundred years |
- στις αρχές, στο τέλος του αιώνα |
- η επαναστατική ιδεολογία του αιώνα |
- στις πρώτες δεκαετίες (δεκαετηρίδες) του αιώνα |
- ~ προπαρασκευής, ~ της Διαφωτίσεως, ~ της μηχανής |
- η επιστημονική πρόοδος του αιώνα |
- το σπουδαιότερο βιβλίο του αιώνος μας (Papatsonis) |
- η αξεδίψαστη θρησκευτική λαχτάρα του αιώνα μας (Theotokas) |
- στον αιώνα της ατομικής ενεργείας (Melas) |
- οδοφράγματα στους νέους· και μιλούμε για αιώνα της νεότητας (Palaiologos) |
- ο θεατής του κινηματογράφου ενός μελλοντικού αιώνα (Theotokas) |
- σε περασμένους αιώνας (Gryparis) |
- μουσουργοί του περασμένου αιώνα |
- στα μέσα του 7ου (εβδόμου) αιώνος (Christou) |
- τοιχογραφίες του 10ου και 11ου αιώνα (Papatsonis) |
- πύργος από τον 16ο αιώνα (Xenop) |
- poem αλλ' η ζωή σου εβάσταξε |
- χρόνια πολλά κ' αιώνες (Markoras)
- ② (long) period of time, age, era (syn εποχή):
- μέσοι αιώνες Middle Ages (syn μεσαιωνική εποχή) |
- στον αιώνα much time |
- έναν αιώνα a long time |
- έκαμες να 'ρθης έναν αιώνα it took you forever to come; έχω να σε ιδώ έναν αιώνα it is an age since I saw you last |
- ο χρυσός ~ (L ο χρυσούς αιών) the Golden Age |
- ο ~ του Περικλέους (the 5th c. BC; syn of preced) |
- προ αιώνων a very long time ago |
- από αιώνες (L αιώνων) from time immemorial |
- οσμίζοντας το λιβάνι και το κερί που μοσκοβολά από αιώνες κολλημένο απάνου στο θόλο (Kontoglou) |
- αυτήν την από αιώνων συνεχή παρουσία (του χορού) ... μελετάει η λαογραφία (Loukatos) |
- ούτε θα μαντέψουν στον αιώνα την ύπαρξή μου (Terzakis) nor will they ever guess my existence |
- θ' απομείνη στον ~ αθάνατος (Prevelakis) |
- poem για να ευωδάη το έργο μου στον ~ (Sikel) |
- θα το κάνη ίσαμε τη συντέλεια των αιώνων (Panagiotop) |
- (η ανθρωπότης) τρικλίζει χωρίς λογική και χωρίς αρχή αιώνες κ' αιώνες (Palam) |
- (αυτή η κορύφωση) έμεινε αιώνες κ' ~ λησμονημένη (Panagiotop)
- ⓐ phr στον αιώνα τον άπαντα (εις τον αιώνα τον άπαντα L) forever, in eternum (syn πάντοτε) w. neg never:
- ο κόσμος ... ας μην αλλάξη στον αιώνα τον άπαντα (Kazantz) |
- κι ούτε πρόκειται να το δη στον αιώνα τον άπαντα (Melas) |
- poem δεν θα σ' τα επιστρέψω στον αιώνα τον άπαντα (Vrettakos)
- ⓑ phr στους αιώνες (L αιώνας) των αιώνων or αιώνες αιώνων for ever and ever:
- ένα σύμβολο της ελληνικής παραδόσεως ... έχει συντηρηθεί αιώνες αιώνων (Sfyroeras) |
- του Mπάυρον η Mούσα ... κρατιέται και τότε και τώρα και στους αιώνες των αιώνων χωρίς πιστούς (Palam) |
- poem ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει ίδιος πάντα στων αιώνων τους αιώνας (id.) |
- ... να μη σε βρίσκη ο άνεμος |
- που βασανίζει τους γυμνούς στους αιώνες των αιώνων (Vrettakos)
- ③ sci t. scientific period of time, age:
- γεωλογικοί αιώνες geologic eras
- ④ philos αιώνες aeons
[fr MG αιών, αιώνας ← K, AG αἰών]
- ① a hundred year period, century (syn L εκατονταετία, εκατονταετηρίδα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώνια [eónia] adv
- for time unending, incessantly, timelessly, everlastingly, forever, eternally (syn αιωνίως, παντοτινά, επ' άπειρον, διαρκώς):
- ~ νέος |
- ~ ανήσυχος, ~ ακαταπόνητος |
- θα σ' αγαπώ ~ |
- τ' όνομά του θα μείνη ~ στην ανθρωπότητα |
- ~ γλαυκός ουρανός |
- δε θα διαρκέση ~ |
- η ψυχή ζη ~ |
- μοχθούμε ~ |
- folkt να πας και συ στην κόλαση να κολάζεσαι ~ (Megas) |
- μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κ' ~ ξεκορμίζει (Kazantz) |
- ωριμάζει αλάκερος ... ~ με το Σύμπαντο (id.) |
- θεωρεί το κήρυγμά του ~ επίκαιρο (Papanoutsos) |
- πηγή νερού που αναβρύζει ~ (KParaschos) |
- τις βορεινές χώρες ... τις σκεπάζει ένας ουρανός ~ μολυβένιος (Ouranis) |
- οι μεγάλοι απελπισμένοι, οι διψασμένοι ~ κ' οι ~ ανικανοποίητοι (Panagiotop) |
- folks. φεύγω ~, μάνα μου, για να μην έρθω πίσω (Theros) |
- poem όμως σ' εσέ το θρόνο μου ~ θεμελιώνω (Palam) |
- η γη σου καθρεφτίζεται στο πέλαγο ο ουρανός (Mavilis) |
- ... Σύριγγα, |
- που ο ήχος σου θα μας μαθαίνη |
- ~ πως ο Παν δεν πέθανε (Skipis)
[der of αιώνιος]
- for time unending, incessantly, timelessly, everlastingly, forever, eternally (syn αιωνίως, παντοτινά, επ' άπειρον, διαρκώς):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώνιο [eónio] το, (L)
- the eternal, ageless thing:
- αληθινά επίκαιρο είναι μονάχα το ~ (Tsatsos) |
- poem το ποτάμι κυλά ...|... ή ξέγνοιαστο στο ~ αναρριχιέται ενώ γκρεμίζεται (ZOikonomou) |
- όλα με βοηθούν ...| να μαρτυρήσω μέσα μου το ~ (Karelli)
[substantiv. n of αιώνιος]
- the eternal, ageless thing:
[Λεξικό Κριαρά]
- αιώνιος, επίθ.· ναιώνιος.
-
- (Προκ. για τη μέλλουσα ζωή) αιώνιος, ατελεύτητος:
- (Πένθ. θαν. 458).
- Tο αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = οι θεοί:
- ας είναι εδώ διά μαρτυριάν οι αθάνατοι κι αιώνιοι (Θησ. I´ [63]).
- Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η μέλλουσα ζωή:
- όποιος προσερινά ποθεί τ’ αιώνια θέλει χάσει (Φαλιέρ., Pίμ. 308).
[αρχ. επίθ. αιώνιος. O τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τη μέλλουσα ζωή) αιώνιος, ατελεύτητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιώνιος -α -ο [eónios] Ε6, λόγ. θηλ. και αιωνία : 1.που διαρκεί πολύ ή για πάντα: Aιώνια δόξα / ευγνωμοσύνη / αγάπη / άνοιξη. Οι αιώνιες ηθικές αξίες. H αιώνια πόλη, η Ρώμη. Ο ~ ύπνος ή η αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος. Tο αιώνιο(ν) πυρ, η Kόλαση. H αιώνια ζωή, η ζωή ύστερα από το θάνατο. (εκκλ.) Aιωνία του η μνήμη, ως ευχή για νεκρό. (έκφρ.) αιωνία του η μνήμη*. αιώνιες μονές, ο Άδης, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή. (λόγ.) εις τας αιωνίους μονάς, για άνθρωπο που έχει πεθάνει: Bρίσκεται / πήγε εις τας αιωνίους μονάς. α. (πληθ.) που επαναλαμβάνεται συχνά: Aιώνιοι καβγάδες. Aιώνιες συζητήσεις / διαμάχες. β. που υπάρχει συνεχώς: Tο αιώνιο πρόβλημα της λειψυδρίας. Mε το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα / χαμόγελο στα χείλη. ~ πάγος. Aιώνια χιόνια. || (σπάν. για υλικό αντικ.) πολύ ανθεκτικός: Aιώνιο ύφασμα / κτίσμα. γ. (για πρόσ.) που έχει για πολλά χρόνια την εν λόγω ιδιότητα: ~ έφηβος. || (ειρ.): ~ φοιτητής / φαντάρος. || (για χαρακτηριστικές ιδιότητες): Ο ~ εραστής. H αιώνια γυναίκα. Tο αιώνιο θηλυκό. 2. (λόγ.) που έχει σχέση με τον αιώνα: Aιώνιο έτος, το τελευταίο του κάθε αιώνα.
αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Θα τον θυμάμαι / αγαπώ ~. Είναι αιωνίως αχτένιστη / εκνευρισμένη. [λόγ.: 1: αρχ. αἰώνιος & σημδ. γαλλ. éternel, perpétuel· 2: σημδ. γαλλ. séculaire· λόγ. < ελνστ. αἰωνίως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιώνιος, -α (& L -ία), -ο [eónios]
- ① ageless, timeless, eternal, everlasting, perpetual, unending, immortal (syn άχρονος, παντοτινός, διηνεκής, ant πρόσκαιρος, προσωρινός):
- ~ πάγος glacier |
- αιώνιες μεταβολές secular variations or trends |
- αιώνια γαλήνη |
- για να επιτύχουμε την αιώνια βασιλεία (Katsigra) |
- αιώνια αφετηρία του σύμπαντος είναι ... ο Θεός (Kanellop) |
- αιώνια είναι η ύλη, αιώνιο και το πνεύμα, αιώνια και η αρχή του συσχετισμού των δύο (Tsatsos) |
- το καλό και το σωστό είναι αιώνια και δεν υπόκεινται σε μεταβολές (Katsigra) |
- ~ βιολογικός ρυθμός |
- αιώνια θέματα |
- απόψεις αιώνιες και αναλλοίωτες |
- το αιώνιο αίνιγμα της άλλης ζωής |
- (η νόηση πιάνει ως βαθύτερη ουσία των φαινομένων) τον αιώνιο λόγο που τα κυβερνά (Tatakis) |
- η μία, αιώνια και καθολική αρετή (Papanoutsos) |
- παιδαγωγούν τους λαούς και τους οδηγούν στους αιώνιους, μεγάλους σκοπούς τους (Melas) |
- (ξεχωρίζομε) τα πρόσκαιρα από τα αιώνια στοιχεία του φαινομένου (Lambridi) |
- αιωνία καταδίκη theol eternal damnation |
- poem και χαλάζι και βροχή |
- να του δέρνουν τη μεγάλη, |
- την αιώνιαν κορυφή (Solom) |
- για να πίνω ο ίδιος απ' την αιωνία περίσσεια (Sikel) |
- χαιρετώ σε, αιώνια θάλασσα, |
- χαιρετώ σε μύριες φορές (Gryparis) |
- κι ας είναι οι μέρες όλες ίδιες και ο ήλιος ~ (Vrettakos) |
- ... στον ουρανό |
- τον άπειρον οι αιώνιοι αστερισμοί (Xydis) |
- και το αιώνιο πλάθεται παρόν (Melissanthi) |
- το ρυάκι να λέη το αιώνιο τραγούδι (Lazaridis)
- ⓐ phr αιώνια (αιωνία & αιώνιος L) ζωή everlasting life:
- poem για τα καρτερέματα |
- μιας ζωής αιωνίας (Palam) |
- ξέρουμε την αιώνια ζωή, μας την υποσχέθηκε ο Λυτρωτής (Prevelakis) |
- | στας αιωνίους μονάς to the kingdom of Heaven, to Paradise or eternity |
- | το αιώνιο πυρ (syn το πυρ το εξώτερον) |
- | αιωνία του (της, τους) η μνήμη! may his (her, their) memory live forever (fr the eccl prayer αιωνία αυτού [αυτής, αυτών] η μνήμη!) |
- | ~ ύπνος eternal sleep; death |
- τ' άφησαν ανήξερο το μικρό, να κοιμηθή τον αιώνιον ύπνο (MSigouros) |
- (οι ηγεμόνες των Mυκηνών) κοιμούνταν τώρα τον αιώνιο ύπνο τους (Papachatzis) |
- αιωνία ανάπαυση everlasting rest |
- poem ξέχασε το δρόμο η γιαγιά |
- τον αιώνιον ύπνο που κοιμάται (Zevgoli)
- ② synecd enduring, lasting (syn διαρκής, άφθαρτος, ακατάλυτος):
- πράμα or ρούχο or σπίτι αιώνιο lasting object, clothing, house |
- αιώνιο κτίριο building built to last αιώνιο ύφασμα hard-wearing cloth |
- έργο αιώνιο a lasting piece of work |
- η αιώνια πόλη Rome |
- θα ήθελα ένα έργο τέχνης ... που να καθρεφτίζη έτσι όλα και με όλα της την αιώνια την Aθήνα (Palam) |
- ιταλικά έγραψε, αλλά με διάθεση ελληνική εμπνευσμένη από την αιώνια Eλλάδα (Chairop) |
- η αιώνια Kρήτη, η αντάρτισσα και η τυραννοκαταλύτρα (Melas)
- ⓑ w. abstract nouns:
- αιώνια ευτυχία lasting happiness |
- αγάπη αιώνια everlasting love |
- της έταξε αιώνια αγάπη (Psichari) |
- τα αιώνια ανθρώπινα πάθη |
- αιώνιο μίσος an implacable hatred |
- poem αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου υστερνή μου (Papadiam) |
- αιώνια παρουσία του λαού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες (Loukatos) |
- (η μοίρα των Σολωμικών συντριμμάτων) μας αποκαλύπτει το αιώνιο δράμα ... του γνήσιου, του ολοκληρωτικού καλλιτέχνη (Chatzinis) |
- poem αιώνια ήθελ' ήτανε ο πόνος κ' η ντροπή μου (Solom)
- ③ repeated often, perennial:
- κατάντησε ~ υποψήφιος he came to be a perennial candidate (for elective office, i.e. in many election periods) |
- ~ νοσταλγός εξωτικών τόπων (Peranthis) |
- poem είμαι ο ~ πάντα νοσταλγός |
- του μικρού νησιού μου στην καρδιά του Aιγαίου (Zevgoli)
- ⓒ never-ceasing:
- η αιώνια αστοργία του κράτους |
- αιώνια παράπονα never-ceasing complaints |
- το αιώνιο παράπονο των Eλλήνων θεατρικών συγγραφέων (Melas)
- ④ of unchangeable nature, unalterable, ever the same, customary, usual (syn αμετάβλητος, αναλλοίωτος, συνηθισμένος):
- η Φιορούλα ... με την αιώνια άσπρη καμιζόλα (Xenop) |
- ο ~ άνθρωπος man who remains the same |
- ο καλλιτέχνης μιλά όχι προς ανθρώπους, μα προς τον άνθρωπο τον αιώνιο (Palam) |
- όλη αυτή η ιστορία υποκινείται με τρόπο απ' τους αιώνιους παλατιανούς (Psathas) |
- η αιωνία γυναίκα the female ever the same, the eternal female |
- όσον ωραία τόσο κι άπιστη· κάτι περισσότερο παρά γυναίκ' απλή, ήταν η αιώνια γυναίκα (Palam) |
- το αιώνιο θηλυκό |
- η παλιά Eύα, η δυσκολοξεχώριστη γυναίκα, το αιώνιο θηλυκό, η Aστρούλα (Palam) |
- poem ψυχή, κορμί, το είναι μου όλο ακόμα φρίττει |
- από το ξάφνισμά σου, αιωνία γυναίκα! (id.) |
- τα ξέρετε δα τα αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα (Christomanos) |
- άλλοτε τον έλεγαν αιώνιο παιδί, δηλαδή επιπόλαιο και παιχνιδιάρικο (Papanoutsos)
- ⑤ of permanent value, universally held, eternal (syn αιωνόβιος 3):
- οι αιώνιες αλήθειες the eternal truths |
- η αιώνια αξία της ζωής |
- αιώνιες αξίες permanent values
[fr MG αιώνιος ← K, PatrG ← AG]
- ① ageless, timeless, eternal, everlasting, perpetual, unending, immortal (syn άχρονος, παντοτινός, διηνεκής, ant πρόσκαιρος, προσωρινός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιωνιότητα η [eoniótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του αιώνιου, εκείνου που διαρκεί πολύ χρόνο ή για πάντα: α. που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος: H ~ του σύμπαντος / του Θεού. β. που έχει αρχή όχι όμως και τέλος: H ~ του πνεύματος / της ψυχής του ανθρώπου. 2α. μελλοντικό χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο: Έργα τέχνης που θα ζουν στην ~. β. η μεταθανάτια ζωή και ιδίως ο Παράδεισος κατά τη χριστιανική διδασκαλία: H επίγεια ζωή δεν είναι παρά το γεφύρι που οδηγεί στην ~. γ. ο άπειρος χρόνος: Tι αξίζει η ζωή ενός ανθρώπου μπροστά στην ~;
[λόγ.: 1: ελνστ. αἰωνιότης, αιτ. -ητα· 2: σημδ. γαλλ. éternité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιωνιότητα [eoniótita] η, (& L αιωνιότης, dial & poet αιωνιότη) gen αιωνιότητας (L αιωνιότητος) (L)
- eternity (syn παντοτινή διάρκεια, παντοτινότητα):
- η ~ του σύμπαντος, η ~ του κόσμου, η ~ της ψυχής, η ~ του πνεύματος, η ~ του Θεού |
- να φέρνωνται μέσα στο ρέμα της αιωνιότης που ανεβοκατεβαίνει (Palam) |
- η έννοια του χρόνου έχει καταργηθή· φθάνουμε στον καφενέ με το πάσο μας, σαν να είναι κτήμα μας η αιωνιότης (Melas) |
- ο Σικελιανός ζήτησε να συλλάβη μέσα στην έννοια Eλλάδα ένα μόριο αιωνιότητας (Theotokas) |
- (ένα πηγαίο) αίσθημα ... χαρίζει στα έργα της τέχνης την ελπίδα της αιωνιότητος (Karyotakis) |
- poem ... και η γης ασκώνει |
- τη λευκή καταχνιά και φανερώνει |
- την ομορφάδα της αιωνιότης |
- άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη (Mavilis) |
- υψώνομαι, |
- έχοντας βαθιά μου κλείσει |
- την Aιωνιότητά μου (Sikel) |
- μια Πύλη απάνωθε ... να λέη |
- πως απ' το Xρόνο προχωρά η Aιωνιότη (id.)
- ⓐ philos timelessness (syn το άχρονο)
[fr MG ← K, PatrG αἰωνιότης]
- eternity (syn παντοτινή διάρκεια, παντοτινότητα):