Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιωρούμενος, -η (& L -ένη), -ο [eorúmenos]
- ① swinging:
- αιωρούμενη θύρα swinging door |
- αιωρούμενη κεραία trailing aerial
- ② suspended:
- τα αιωρούμενα μόρια της σκόνης the suspended particles of dust |
- να καταστήση τη βαριά την ύλη αιωρούμενη (Michelis) |
- τα σώματα αιωρούμενα σχεδόν (id.) |
- ο αέρας ήταν μια αιωρούμενη μουντζούρα (Terzakis) |
- έχουμε ... τις συνήθειές μας, τον αιωρούμενο δίσκο του καφετζή στα γραφεία μας κλ (Palaiologos) |
- (η ακρογιαλιά) μοιάζει σαν αιωρούμενη στο διάστημα (Chatzinis) |
- poem και πάνω απ' την άβυσσο |
- αιωρούμενη γνώρισα |
- του σπαθιού σου την κόψη την τρομερή (Elytis)
[prpp of αιωρούμαι, q.v. s. αιωρώ]
- ① swinging: