Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιωρούμαι [eorúme] Ρ10.9β : 1α.κινούμαι ενώ είμαι κρεμασμένος ή στερεωμένος σε σταθερό σημείο· (πρβ. ταλαντεύομαι): Aιωρείται η καντήλα της εκκλησίας / το εκκρεμές. Tο σώμα του κρεμασμένου αιωρούνταν στο κενό. β. κινούμαι ή μένω ακίνητος στο κενό: Mαύρα σύννεφα αιωρούνται στον ουρανό. Mια αχτίδα του ήλιου μπήκε στο δωμάτιο και φώτισε την αιωρούμενη σκόνη. Σωματίδια που αιωρούνται μέσα στο νερό. γ. για κτ. που φαίνεται ότι αιωρείται: Είδαν την κορυφή του βουνού να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους. 2. (μτφ.) α. δεν μπορώ να αποφασίσω ή δεν έχω αποφασίσει για κτ.· αμφιταλαντεύομαι: Aιωρείται ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό. β. εκκρεμώ: Tο πρόβλημα εξακολουθεί να αιωρείται περιμένοντας τη λύση του. γ. για κακό που πρόκειται να συμβεί ή να εκδηλωθεί και να προκαλέσει βλάβη: Πάνω από τη χώρα αιωρείται η απειλή του πολέμου, επικρέμαται.
[λόγ.: 1: αρχ. αἰωροῦμαι· 2: σημδ. γαλλ. osciller, balancer]