Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιωνόβιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιωνόβιος -α -ο [eonóvios] Ε6 : που ζει πολλά χρόνια: Δάσος με αιωνόβια δέντρα. || (για πρόσ., ιδ. ως ουσ.) που είναι περίπου εκατό ετών: Περιοχή με πολλούς αιωνόβιους.

[λόγ. < ελνστ. αἰωνόβιος `αθάνατος΄ (για το Θεό) σημδ. αγγλ. age-old ή γαλλ. séculaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιωνόβιος1 [eonóvios] ο, αιωνόβια [eonóvia] η,
  • long-lived person (syn μακρόβιος):
    • ελεύθεροι να δικηγορήσουν και οι αιωνόβιοι· το όριο ... δεν παίρνει το δικήγορο (Palaiologos) |
    • όλοι σχεδόν οι αιωνόβιοι είναι κατά κανόνα οικογενειάρχες που έχουν έγγαμη ζωή 50 έως 100 ετών (Melas)

[substantiv. m of adj αιωνόβιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιωνόβιος2, -α, -ο [eonóvios]
  • ① living for a long time, long-lived (syn μακρόβιος, πολυζώητος, πολύχρονος, ant βραχύβιος) of humans and of growing things:
    • ~ άνθρωπος a long-lived human being |
    • αιωνόβιο δάσος, αιωνόβια δέντρα, η αιωνόβια ελιά, ένα αιωνόβιο κυπαρίσσι, ~ πλάτανος |
    • το νεκροταφείο είναι γεμάτο από αιωνόβιους αγριόπρινους (Myriv)
  • ⓐ living (or lasting) for (about) a century:
    • αιωνόβιοι άνθρωποι hundred-year olds |
    • ~ αρχιραβίνος |
    • ο ~ βάρδος Γ. Δροσίνης |
    • το σχεδόν αιωνόβιο διάστημα που πέρασε (Palam) the period of nearly one hundred years since
  • ⓑ lasting for centuries:
    • ~ πόλεμος |
    • η αιωνόβια ελληνική παράδοση |
    • αιωνόβιες παραδόσεις |
    • αιωνόβιο έθιμο centuries long custom |
    • αιωνόβια ήθη |
    • κατάργησαν το αιωνόβιο αριστοκρατικό καθεστώς (Ouranis) |
    • δεν καταδέχεται να πετάξη τις αιωνόβιες συνήθειες που του κληροδότησαν οι πατέρες του (Theotokas) |
    • το δημοτικό τραγούδι στην αιωνόβια διαδρομή του (Melas) |
    • η εθνική ψυχή ... μας μιλεί μέσα στον Aκριτικό κύκλο μ' αναλλοίωτη την αιωνόβια φωνή της (id.)
  • ② long-existing, long-enduring, indestructible (syn in αιώνιος 2):
    • αιωνόβια γη, αιωνόβια κορφοβούνια, ~ ποταμός, ~ γρανίτης |
    • η Aθήνα, η αιωνόβια πόλη |
    • αιωνόβιες πανάρχαιες πολιτείες |
    • αιωνόβια μνημεία, τείχη, χτίσματα, ιερά
  • ③ long-lasting and unalterable, perennial, time-honored, universally held (syn αιώνιος 5):
    • αιωνόβια προβλήματα |
    • η αιωνόβια ακαδημαϊκή πειθαρχία time-honored academic discipline |
    • αιωνόβιοι κανόνες της δραματουργίας |
    • το αιωνόβιο επιχείρημα κάθε εξουσίας (Tsatsos) |
    • μερικές γενικές κ' αιωνόβιες αλήθειες (syn αιώνιες αλήθειες) (Christidis)

[fr K, PatrG αἰωνόβιος 'everliving, immortal'; sense 1b also K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες