Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιωνίως, επίρρ.
-
- Πάντοτε, διαρκώς:
- (Διακρούσ. 10214).
[<επίθ. αιώνιος. H λ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ.]
- Πάντοτε, διαρκώς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιωνίως [eoníos] adv
- endlessly, incessantly, forever, always (syn in αιώνια):
- αγάπη μου, ~ θα είμαι σκλάβος σου |
- γκρινιάζεις ~, μιλάει ~ |
- ο κόσμος δε μένει στάσιμος ~ |
- η ζωή είναι πολύ επιθυμητή ~ |
- (ο Πορφύρας) ήταν ποιητής, αληθινά πρωτότυπος ... γιατί έμοιαζε στα ~ κύρια στοιχεία της ποιητικής ομορφιάς και της ιστορίας της (Palam) |
- αυτό το ύφος, ~ ειρωνικό, δε σέβεται τίποτα (Melas) |
- η κοκέτα θα υποχρεωθή να ζη ~ με τον άντρα της που δε χωνεύει (id.) |
- poem δεν το μπορώ να μου δένουν τα πόδια |
- να με καθηλώνουν στη γη ~, |
- θα πέθαινα (Stogiannidis)
[fr MG αιωνίως ← PatrG, which is der of αἰώνιος]
- endlessly, incessantly, forever, always (syn in αιώνια):