Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιχμηρότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιχμηρότητα η [exmirótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αιχμηρός: H ~ ενός μαχαιριού / προβλήματος.

[λόγ. αιχμηρ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμηρότητα [exmirótita] η, (L)
  • sharpness, sharp contrast (syn αιχμηρό [s. αιχμηρός 5b]):
    • μια ελεύθερη καμπύλη χάραξη ... θα ταίριαζε καλύτερα ... απαλύνοντας την οξύτητα και ~ των αλλεπάλληλων ... γωνιών του πεζουλιού (DVasileiadis) |
    • (ο Ξενόπουλος χειρίστηκε τα κοινωνικά προβλήματα) με τον τόνο που άρμοζε στην έλλειψη αιχμηρότητάς τους, στην ηπιότητά τους (Thrylos) |
    • (χαμογελαστές και ήπιες φυσιογνωμίες) που απαλύνουν την ~ της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους (id.)

[der of αιχμηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες