Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιχμηρός -ή -ό [exmirós] Ε1 : 1.που έχει ή που καταλήγει σε αιχμή· μυτερός, σουβλερός: Aιχμηρό όργανο / αντικείμενο / εργαλείο / ξίφος. 2. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος και επομένως: α. πολύ δυσάρεστος: ~ λίβελος. Aιχμηρή κριτική / ειρωνεία. β. πολύ δύσκολος: Aιχμηρά προβλήματα / θέματα. Ορισμένα στοιχεία της υποθέσεως είναι αιχμηρά και άμεσα. γ. διαπεραστικός: Aιχμηρή ματιά. Aιχμηρό βλέμμα.
[λόγ. αιχμ(ή) -ηρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμηρός, -ή (& L -ά), -ό [exmirós] (L)
- ① pointed, sharp (syn μυτερός, οξύς L, σουβλερός):
- αιχμηρό όργανο, αντικείμενο |
- αιχμηρά δόντια |
- αιχμηρό όπλο thrusting weapon |
- archit αιχμηρά και όχι μαλακή άκανθος (Michelis) |
- το έδαφος γίνεται απόκρημνο, αιχμηρό επικίνδυνο (Theotokas) |
- αποτολμούσαν να παίξουν τέτοιο παιγνίδι, αιχμηρό σαν δίκοπο μαχαίρι (Roussos) |
- ο Eλληνισμός αποτελούσε ... ένα αιχμηρότατο αγκάθι στα πλευρά της γερασμένης οθωμανικής τίγρεως (id.) |
- το Bυζάντιο ... αντιμετώπισε ... την πιο αιχμηρή, θα μπορούσαμε να πούμε, ρομφαία του Iσλάμ (Kanellop) |
- poem με τα ξερά χωριά, που σκαρφαλώνουν |
- στις αιχμηρές βουνοπλαγιές (Zevgoli)
- ② arduous, difficult (syn ακανθώδης L, δύσκολος, δύσλυτος):
- τα αιχμηρά προβλήματα της εποχής |
- τα αρνητικά στοιχεία είναι συμπαγή, αιχμηρά, άμεσα (Panagiotop) |
- poem σαν αγγίξης το αιχμηρό γύρισμα |
- της ζωής |
- θα 'σαι πια έτοιμος να περπατάς προς όλες τις κατευθύνσεις (Manthoulis)
- ③ vivid, of colors in painting (syn χτυπητός):
- τα βαθιά ή έντονα μπλε, το αιχμηρό κίτρινο (Vakalo)
- ④ stern, fierce, grim, of glances (syn βλοσυρός):
- αιχμηρή ματιά, αιχμηρό βλέμμα |
- του έριξε ένα βλέμμα αιχμηρό, μειδιώντας αδιόρατα (TAthanasiadis) |
- κολακεύεται η αντρική ματαιοδοξία μου κάτω απ' τα αιχμηρά βλέμματα του αγνώστου μου (id.) |
- poem (μια χαίτη) γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας, όταν αναφλέγωνται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως (Elytis)
- ⑤ cutting, biting, scathing, caustic, sarcastic (syn δηκτικός, καυστικός, πειραχτικός, σαρκαστικός, τσουχτερός):
- ~ λόγος, λίβελλος, αιχμηρή κριτική |
- είναι ~ στα λόγια του |
- (βιβλία που) περιέχουν αιχμηρότατες ειρωνείες (Thrylos) |
- ο Pοβεσπιέρρος ήταν ... μια από τις πιο άκαμπτες και αιχμηρές φωνές των ανατροπέων (Kanellop)
[der of αιχμή]
- ① pointed, sharp (syn μυτερός, οξύς L, σουβλερός):