Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιχμηρό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμηρό [exmiró] το,
  • sharpness (syn αιχμηρότητα):
    • μ' αυτούς τους στίχους ο ποιητής χαρακτηρίζει τους Mανιάτες, ... το ~, το αγωνιστικό του Mανιάτη (Fteris).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιχμηρός -ή -ό [exmirós] Ε1 : 1.που έχει ή που καταλήγει σε αιχμή· μυτερός, σουβλερός: Aιχμηρό όργανο / αντικείμενο / εργαλείο / ξίφος. 2. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος και επομένως: α. πολύ δυσάρεστος: ~ λίβελος. Aιχμηρή κριτική / ειρωνεία. β. πολύ δύσκολος: Aιχμηρά προβλήματα / θέματα. Ορισμένα στοιχεία της υποθέσεως είναι αιχμηρά και άμεσα. γ. διαπεραστικός: Aιχμηρή ματιά. Aιχμηρό βλέμμα.

[λόγ. αιχμ(ή) -ηρός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμηρός, -ή (& L -ά), -ό [exmirós] (L)
  • ① pointed, sharp (syn μυτερός, οξύς L, σουβλερός):
    • αιχμηρό όργανο, αντικείμενο |
    • αιχμηρά δόντια |
    • αιχμηρό όπλο thrusting weapon |
    • archit αιχμηρά και όχι μαλακή άκανθος (Michelis) |
    • το έδαφος γίνεται απόκρημνο, αιχμηρό επικίνδυνο (Theotokas) |
    • αποτολμούσαν να παίξουν τέτοιο παιγνίδι, αιχμηρό σαν δίκοπο μαχαίρι (Roussos) |
    • ο Eλληνισμός αποτελούσε ... ένα αιχμηρότατο αγκάθι στα πλευρά της γερασμένης οθωμανικής τίγρεως (id.) |
    • το Bυζάντιο ... αντιμετώπισε ... την πιο αιχμηρή, θα μπορούσαμε να πούμε, ρομφαία του Iσλάμ (Kanellop) |
    • poem με τα ξερά χωριά, που σκαρφαλώνουν |
    • στις αιχμηρές βουνοπλαγιές (Zevgoli)
  • ② arduous, difficult (syn ακανθώδης L, δύσκολος, δύσλυτος):
    • τα αιχμηρά προβλήματα της εποχής |
    • τα αρνητικά στοιχεία είναι συμπαγή, αιχμηρά, άμεσα (Panagiotop) |
    • poem σαν αγγίξης το αιχμηρό γύρισμα |
    • της ζωής |
    • θα 'σαι πια έτοιμος να περπατάς προς όλες τις κατευθύνσεις (Manthoulis)
  • ③ vivid, of colors in painting (syn χτυπητός):
    • τα βαθιά ή έντονα μπλε, το αιχμηρό κίτρινο (Vakalo)
  • ④ stern, fierce, grim, of glances (syn βλοσυρός):
    • αιχμηρή ματιά, αιχμηρό βλέμμα |
    • του έριξε ένα βλέμμα αιχμηρό, μειδιώντας αδιόρατα (TAthanasiadis) |
    • κολακεύεται η αντρική ματαιοδοξία μου κάτω απ' τα αιχμηρά βλέμματα του αγνώστου μου (id.) |
    • poem (μια χαίτη) γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας, όταν αναφλέγωνται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως (Elytis)
  • ⑤ cutting, biting, scathing, caustic, sarcastic (syn δηκτικός, καυστικός, πειραχτικός, σαρκαστικός, τσουχτερός):
    • ~ λόγος, λίβελλος, αιχμηρή κριτική |
    • είναι ~ στα λόγια του |
    • (βιβλία που) περιέχουν αιχμηρότατες ειρωνείες (Thrylos) |
    • ο Pοβεσπιέρρος ήταν ... μια από τις πιο άκαμπτες και αιχμηρές φωνές των ανατροπέων (Kanellop)

[der of αιχμή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιχμηρότητα η [exmirótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αιχμηρός: H ~ ενός μαχαιριού / προβλήματος.

[λόγ. αιχμηρ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιχμηρότητα [exmirótita] η, (L)
  • sharpness, sharp contrast (syn αιχμηρό [s. αιχμηρός 5b]):
    • μια ελεύθερη καμπύλη χάραξη ... θα ταίριαζε καλύτερα ... απαλύνοντας την οξύτητα και ~ των αλλεπάλληλων ... γωνιών του πεζουλιού (DVasileiadis) |
    • (ο Ξενόπουλος χειρίστηκε τα κοινωνικά προβλήματα) με τον τόνο που άρμοζε στην έλλειψη αιχμηρότητάς τους, στην ηπιότητά τους (Thrylos) |
    • (χαμογελαστές και ήπιες φυσιογνωμίες) που απαλύνουν την ~ της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους (id.)

[der of αιχμηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες