Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιχμή η [exmí] Ο29 : I1.η λεπτή και σουβλερή άκρη ενός αντικειμένου και ιδίως εργαλείου· μύτη: H ~ του βέλους / του ακοντίου / του ξίφους / του μαχαριού. Πληγώθηκε από ~ δόρατος. 2. το πιο ψηλό σημείο ιδίως μιας κατασκευής, το οποίο μοιάζει με αιχμή· κορυφή: H ~ της στέγης / του καμπαναριού. H ~ της καμπύλης σε μια γραφική παράσταση. II. (μτφ.) 1. το κυριότερο τμήμα ενός συνόλου: H ~ μιας στρατιωτικής επίθεσης / ενός πολιτικού προγράμματος. α. η μεγαλύτερη από μια σειρά ομοειδών ποσοτήτων: Ο αριθμός των προσκυνητών / των τουριστών έφτασε σε ~. β. η χρονική στιγμή κατά την οποία μια ενέργεια ή ένα φαινόμενο φτάνει στην πιο μεγάλη του ένταση: Kυκλοφοριακή / τουριστική ~. Ώρα / περίοδος αιχμής. || (φυσ.): ~ ηλεκτρικού ρεύματος / φορτίου. 2. σύντομη και όχι πολύ φανερή κατηγορία εναντίον κάποιου: Aπαράδεκτη ~ κατά του πρωθυπουργού / της χριστιανικής θρησκείας. Tο φιλμ απαγορεύτηκε, γιατί περιείχε αιχμές κατά του αρχηγού του κράτους.
[λόγ.: Ι1: αρχ. αἰχμή· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. pointe]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμή [exmí] η, (L)
- ① tip, point, sharp point (syn μύτη, τσουγκρί):
- ~ βελόνας needle point |
- ~ δόρατος spearhead |
- ~ βέλους arrowhead |
- ~ λόγχης lance tip |
- ~ του μαχαιριού point of the knife |
- ~ νυστεριού lancet tip |
- ~ ξίφους swordpoint |
- ~ ακοντίου javelin tip |
- ~ δοντιού tooth tip |
- ~ μολυβιού pencil point |
- ~ κωδωνοστασίου spire of a belltower |
- σιδερένιες αιχμές του καγκελώματος |
- ~ της ρινός (or μύτης) anthropol tip of the nose |
- (μια περικεφαλαία) καταλήγει σε ~ (Vacalop) |
- δεν τη μαχαιρώνει με μια δηλητηριασμένη ~ (Melas) |
- (πέτρινοι όγκοι του γοτθικού ρυθμού) λογχίζουν τον ουρανό με τις αιχμές της τολμηρής γεωμετρίας και στατικής τους (Papanoutsos) |
- poem με τι όνομα να σε πω, με ποια ~ να σε πλήξω (Themelis)
- ⓐ projection (syn προεξοχή):
- αντικρύζει ... το Σμόλικα, και την ~ του (Terzakis)
- ⓑ fortification salient (syn προεξοχή)
- ② milit etc spearhead:
- ~ επιθέσεως spearpoint, spearhead |
- ενεργώ ως ~ επιθέσεως του κινήματος I spearhead the movement
- ③ fig hostile disposition and expression, dart, sting:
- κοινωνική ~ |
- ~ κατά των μοναχών |
- ~ εμποτισμένη από δηλητήριο |
- σκληρές αιχμές γεμίζουν το δοκίμιο |
- οι αποδείξεις δεν έχουν καμιά προσωπική ~ |
- η σατιρική ~ λείπει εντελώς (Dimaras) |
- χρησιμοποιεί μια γλώσσα χωρίς αιχμές (Chatzinis) |
- το έργο δεν έχει καμιά ~ κατά του Xριστού και των οπαδών του (Tatakis) |
- μερικές έξυπνες αιχμές προκαλούν το γέλιο (Thrylos) |
- poem κ' είναι το γέλιο σου |
- οπλισμένο με την ~ της περιφρόνησης (Drivas)
- ④ high point or degree, peak:
- electr τάση αιχμής peak voltage |
- ~ φορτίου peak load |
- τιμή αιχμής peak value |
- ώρες αιχμής (της κινήσως) rush hours (in traffic) |
- κυκλοφορία στην ώρα αιχμής peak hour traffic |
- ο αριθμός των προσκυνητών έφτασε σε ~ the number of worshippers reached a peak |
- έχουν εξασθενήσει και ξεθυμάνει, έχουν χάσει τις αιχμές τους, ισχυρίζεται η ψυχοφυσιολογική ερμηνεία (Papanoutsos) |
- στη δημιουργική περίοδο (της νεοελληνικής λογοτεχνίας) έφθασαν μόνο μερικές αιχμές της (Thrylos) |
- poem η ζωή σου θ' αποκτήση ~ και θα οδηγήσης, είπε (Elytis)
[fr AG αἰχμή]
- ① tip, point, sharp point (syn μύτη, τσουγκρί):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμηρό [exmiró] το,
- sharpness (syn αιχμηρότητα):
- μ' αυτούς τους στίχους ο ποιητής χαρακτηρίζει τους Mανιάτες, ... το ~, το αγωνιστικό του Mανιάτη (Fteris).
- sharpness (syn αιχμηρότητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιχμηρός -ή -ό [exmirós] Ε1 : 1.που έχει ή που καταλήγει σε αιχμή· μυτερός, σουβλερός: Aιχμηρό όργανο / αντικείμενο / εργαλείο / ξίφος. 2. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος και επομένως: α. πολύ δυσάρεστος: ~ λίβελος. Aιχμηρή κριτική / ειρωνεία. β. πολύ δύσκολος: Aιχμηρά προβλήματα / θέματα. Ορισμένα στοιχεία της υποθέσεως είναι αιχμηρά και άμεσα. γ. διαπεραστικός: Aιχμηρή ματιά. Aιχμηρό βλέμμα.
[λόγ. αιχμ(ή) -ηρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμηρός, -ή (& L -ά), -ό [exmirós] (L)
- ① pointed, sharp (syn μυτερός, οξύς L, σουβλερός):
- αιχμηρό όργανο, αντικείμενο |
- αιχμηρά δόντια |
- αιχμηρό όπλο thrusting weapon |
- archit αιχμηρά και όχι μαλακή άκανθος (Michelis) |
- το έδαφος γίνεται απόκρημνο, αιχμηρό επικίνδυνο (Theotokas) |
- αποτολμούσαν να παίξουν τέτοιο παιγνίδι, αιχμηρό σαν δίκοπο μαχαίρι (Roussos) |
- ο Eλληνισμός αποτελούσε ... ένα αιχμηρότατο αγκάθι στα πλευρά της γερασμένης οθωμανικής τίγρεως (id.) |
- το Bυζάντιο ... αντιμετώπισε ... την πιο αιχμηρή, θα μπορούσαμε να πούμε, ρομφαία του Iσλάμ (Kanellop) |
- poem με τα ξερά χωριά, που σκαρφαλώνουν |
- στις αιχμηρές βουνοπλαγιές (Zevgoli)
- ② arduous, difficult (syn ακανθώδης L, δύσκολος, δύσλυτος):
- τα αιχμηρά προβλήματα της εποχής |
- τα αρνητικά στοιχεία είναι συμπαγή, αιχμηρά, άμεσα (Panagiotop) |
- poem σαν αγγίξης το αιχμηρό γύρισμα |
- της ζωής |
- θα 'σαι πια έτοιμος να περπατάς προς όλες τις κατευθύνσεις (Manthoulis)
- ③ vivid, of colors in painting (syn χτυπητός):
- τα βαθιά ή έντονα μπλε, το αιχμηρό κίτρινο (Vakalo)
- ④ stern, fierce, grim, of glances (syn βλοσυρός):
- αιχμηρή ματιά, αιχμηρό βλέμμα |
- του έριξε ένα βλέμμα αιχμηρό, μειδιώντας αδιόρατα (TAthanasiadis) |
- κολακεύεται η αντρική ματαιοδοξία μου κάτω απ' τα αιχμηρά βλέμματα του αγνώστου μου (id.) |
- poem (μια χαίτη) γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας, όταν αναφλέγωνται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως (Elytis)
- ⑤ cutting, biting, scathing, caustic, sarcastic (syn δηκτικός, καυστικός, πειραχτικός, σαρκαστικός, τσουχτερός):
- ~ λόγος, λίβελλος, αιχμηρή κριτική |
- είναι ~ στα λόγια του |
- (βιβλία που) περιέχουν αιχμηρότατες ειρωνείες (Thrylos) |
- ο Pοβεσπιέρρος ήταν ... μια από τις πιο άκαμπτες και αιχμηρές φωνές των ανατροπέων (Kanellop)
[der of αιχμή]
- ① pointed, sharp (syn μυτερός, οξύς L, σουβλερός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιχμηρότητα η [exmirótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αιχμηρός: H ~ ενός μαχαιριού / προβλήματος.
[λόγ. αιχμηρ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμηρότητα [exmirótita] η, (L)
- sharpness, sharp contrast (syn αιχμηρό [s. αιχμηρός 5b]):
- μια ελεύθερη καμπύλη χάραξη ... θα ταίριαζε καλύτερα ... απαλύνοντας την οξύτητα και ~ των αλλεπάλληλων ... γωνιών του πεζουλιού (DVasileiadis) |
- (ο Ξενόπουλος χειρίστηκε τα κοινωνικά προβλήματα) με τον τόνο που άρμοζε στην έλλειψη αιχμηρότητάς τους, στην ηπιότητά τους (Thrylos) |
- (χαμογελαστές και ήπιες φυσιογνωμίες) που απαλύνουν την ~ της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους (id.)
[der of αιχμηρός]
- sharpness, sharp contrast (syn αιχμηρό [s. αιχμηρός 5b]):