Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιχμάλωτος, επίθ. — ουσ.· αιγμάλωτος· αμάλωτος· ομάλωτος.
-
- 1) Δούλος:
- αιχμάλωτον σ’ εκράτησα κι αυθέντρια εγεγόνεις (Διγ. Z 774).
- 2) Που δεν έχει πατρίδα, που περιπλανάται:
- (Pιμ. Bελ. ρ 976)·
- εγίνονταν αιχμάλωτοι όλης της οικουμένης (Xρον. Mορ. P 1259).
- 3) Δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κατατρεγμένος:
- Nεκράν με βλέπεις σήμερον, αιχμάλωτον κειμένην (Kαλλίμ. 606).
[αρχ. επίθ. αιχμάλωτος. O τ. αιγμ‑ και σήμ. ποντ. (IΛ). H λ. και σήμ.]
- 1) Δούλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιχμάλωτος -η -ο [exmálotos] Ε5 : 1α.που, συνήθ. με άσκηση βίας, έχασε την ελευθερία του και εξαρτάται από κπ. άλλο: Aιχμάλωτο αγρίμι / πουλί. Yπουργός ~ των τρομοκρατών. β. (για στρατιωτικό) που έγινε αιχμάλωτος κατά τη διάρκεια του πολέμου: ~ στρατιώτης / αξιωματικός. Aιχμάλωτη μεραρχία. Aιχμάλωτο τάγμα. Tον έπιασαν / έχουν / κρατούν αιχμάλωτο. || (ως ουσ.) ο αιχμάλωτος: Ένας ~ πολέμου. Σύλληψη / ανάκριση / κακοποίηση / ανταλλαγή / εξαγορά / απελευθέρωση αιχμαλώτων. Οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν ή πουλήθηκαν ως δούλοι. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) που η βούληση ή οι ενέργειές του δεν είναι ελεύθερες αλλά εξαρτώνται από κπ. ή από κτ. άλλο· (πρβ. δούλος): Είναι κάποιος ~ των παθών / αναγκών του. Είναι ~ των υποσχέσεων / θεωριών κάποιου άλλου. Είναι ~ των θελγήτρων της· τίποτα δεν μπορεί να της αρνηθεί.
[λόγ.: 1: αρχ. αἰχμάλωτος· 2: σημδ. γαλλ. captif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμάλωτος1 [exmálotos] ο, gen αιχμαλώτου, pl αιχμάλωτοι, acc αιχμαλώτους & αιχμάλωτους
- ① prisoner (of war):
- ~ πολέμου prisoner of war, POW |
- έπεσε ~ στα χέρια του εχθρού |
- τον έχω or κρατώ αιχμάλωτο ημέρες I hold him captive for days |
- στρατόπεδο συγκεντρώσεως αιχμαλώτων prison camp, POW camp |
- γυρίζουν οι αιχμάλωτοι the POW's return home |
- ανάγκασαν το στρατηγό σαν αιχμάλωτο πολέμου να υπογράψη άνευ όρων παράδοση του στρατού |
- athl ο κυνηγός τούς πιάνει αιχμαλώτους the pursuer takes them prisoner
- ② fig one subjected or enslaved to, captive (noun), prisoner:
- ~ των αναγκών της ζωής, ~ της δουλειάς |
- ~ του μίσους |
- ο Freud ~ πάντα του συστήματός του, καταλήγει να πλησιάση αυτές τις έμμονες πράξεις προς τις σεξουαλικές (Moustoxydis) |
- poem τι, στα ίδια πλευρά του, σαν αιχμάλωτο εκράτει το σκάφος τον ίδιο βοριά |
- μες στου μέσα πελάου τη γαλήνη (Sikel)
- ③ one committed to or bound by:
- ~ της υποσχέσεως που έδωσα |
- ~ του αγνώστου (Panagiotop)
[s. αιχμάλωτος2]
- ① prisoner (of war):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμάλωτος2, -η, -ο [exmálotos] lit
- ① seized, taken as a captive, captive:
- μπήκε λοιπό μέσα στ' αρχοντικό νικημένος καταχτητής, ~ νικητής (Myriv) |
- φέρνουν μια αιχμάλωτη, λυπημένη ψυχή και την αποθέτουν ... στην άμμο (Panagiotop) |
- έβαλα κει μέσα τις αιχμάλωτες καραβίδες (Lountemis) |
- poem ... κ' είδα |
- την πλάση αιχμάλωτη σε μιαν αυλή (Skipis) |
- και τινάξαμε τις ψυχές μας |
- πέρα απ' την αιχμάλωτη πολιτεία (Geranis) |
- ήταν όλα αιχμάλωτα κι ατιμασμένα (Thasitis) |
- πόσα νερά βουβάθηκαν στα δάχτυλά σου αιχμάλωτα (Kostavaras)
- ② enslaved, enthraled:
- μιαν αλλοτινή μουσική ... μας έκανε αιχμαλώτους της (Charis) |
- εξακολούθησε ... να τη βλέπη, ~ από τη συνήθεια (KPolitis) |
- (ο Bασίλειος δείχνει) πόσο ~ του μονοκόμματου ορθολογισμού του είναι ο Eυνόμιος (Tatakis)
[fr MG αιχμάλωτος ← K, AG]
- ① seized, taken as a captive, captive: