Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιφνιδιαστικώς [efni∂iastikós] adv (L)
- in the way of a surprise action, surprisingly, all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn in αιφνιδιαστικά):
- ούτε η φωτιά κάνει καπνό ούτε η δόξα φέρει φθόνο, εάν λάμψη ~ και ταχέως (Kontogiannis)
[der of αιφνιδιαστικός]
- in the way of a surprise action, surprisingly, all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn in αιφνιδιαστικά):