Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιφνιδιαστικός -ή -ό [efniδiastikós] Ε1 : που γίνεται ξαφνικά, έτσι ώστε να αιφνιδιάζει: ~ έλεγχος / ελιγμός. Aιφνιδιαστική ενέργεια / επίθεση / απεργία. Aιφνιδιαστικό γεγονός.
αιφνιδιαστικά ΕΠIΡΡ: Ο λόχος χτυπήθηκε ~ και υποχώρησε. [λόγ. αιφνιδιασ- (αιφνιδιάζω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιφνιδιαστικός, -ή, -ό [efni∂iastikós]
- taking place by surprise, surprising, sudden, unexpected (syn που γίνεται άξαφνα, ξαφνικός):
- αιφνιδιαστικό γεγονός, αιφνιδιαστικές πράξεις |
- ~ έλεγχος διενεργήθηκε σήμερα |
- αιφνιδιαστική συζήτηση snap debate |
- αιφνιδιαστική απεργία snap or lightning strike |
- αιφνιδιαστική επάνοδος unexpected return |
- αιφνιδιαστική επίθεση surprise attack, swoop |
- αιφνιδιαστική επιδρομή surprise raid |
- έκαμεν αιφνιδιαστική έφοδο |
- η πνευματική άνθηση δεν είναι ένα αιφνιδιαστικό γεγονός (Tatakis) |
- το έργο ... ήταν τροφή βαριά κ' αιφνιδιαστική για το ελληνικό κοινό (Melas) |
- ένας ~ ελιγμός του εχθρού τον έκανε να χάση ... την πρωτοβουλία κινήσεων (Papanoutsos) |
- με τον ίδιο αιφνιδιαστικό τρόπο ... είχε επιτεθή και η IX Mεραρχία (Terzakis) |
- οι πολιορκούμενοι επιχειρούν αιφνιδιαστικές εξόδους (Vacalop) |
- οι αιφνιδιαστικές εξαγγελίες των διαφόρων μέτρων δημιουργούν δυσπιστία
[der of *αιφνιδιαστικός: αιφνιδιάζω]
- taking place by surprise, surprising, sudden, unexpected (syn που γίνεται άξαφνα, ξαφνικός):