Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιφνιδιαστικά [efni∂iastiká] adv
- by or in a surprise action (syn με αιφνιδιαστικό τρόπο, L αιφνιδιαστικώς):
- τον χτύπησε ~ |
- η Kυβέρνηση προβαίνει ~ στην προκήρυξη εκλογών |
- η ταξιαρχία χτυπήθηκε από τον εχθρό ~ |
- ~ το καράβι σφύριξε |
- σε διηγήματα οι εύκολες ... εξυπνάδες του χρονογράφου ξεσχίζουν ~ το ύφασμα του αφηγηματικού λόγου (Melas)
[der of αιφνιδιαστικός]
- by or in a surprise action (syn με αιφνιδιαστικό τρόπο, L αιφνιδιαστικώς):