Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιφνιδιαστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιαστικά [efni∂iastiká] adv
  • by or in a surprise action (syn με αιφνιδιαστικό τρόπο, L αιφνιδιαστικώς):
    • τον χτύπησε ~ |
    • η Kυβέρνηση προβαίνει ~ στην προκήρυξη εκλογών |
    • η ταξιαρχία χτυπήθηκε από τον εχθρό ~ |
    • ~ το καράβι σφύριξε |
    • σε διηγήματα οι εύκολες ... εξυπνάδες του χρονογράφου ξεσχίζουν ~ το ύφασμα του αφηγηματικού λόγου (Melas)

[der of αιφνιδιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες