Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιφνιδιασμός ο [efniδiazmós] Ο17 : η ενέργεια που αιφνιδιάζει κπ., έτσι ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά: Πολιτικός / οικονομικός / διαφημιστικός ~. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε στα κόμματα ότι θα αποφύγει τον εκλογικό αιφνιδιασμό. || (στρατ.): Στρατηγικός / τακτικός ~. Επιτυχία / αποτυχία του αιφνιδιασμού. Kυρίεψαν την πόλη με αιφνιδιασμό.
[λόγ. < μσν. αιφνιδιασμός (στρατ.) < αιφνιδιασ- (αιφνιδιά ζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιφνιδιασμός [efni∂iazmós] ο,
- ① sudden and unexpected action, surprise (syn αιφνιδιαστική ενέργεια or δράση, ξάφνιασμα):
- έχω το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού |
- ο ~ και η επιβολή του νέου επηρεάζουν τη ζωή μας |
- ο παράγων του αιφνιδιασμού έχει μεγίστη σημασία για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις |
- το μυστικό των Mυκηνών είναι το αναπάντεχο, ο ~ (Penteas) |
- η παράσταση του έργου στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους αιφνιδιασμούς (Melas) |
- η παράσταση του έργου στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους αιφνιδιασμούς (Melas) |
- το απρόοπτο διατηρεί τη συμπαγή του σύσταση, είναι ένας ~ (Panagiotop) |
- (ο Παλαμάς) στάθηκε με την έκπληξη των αιφνιδιασμών στους πιο περίεργους σταθμούς (Chourmouzios)
- ② milit & athl surprise attack, raid (syn επίθεση, επιδρομή):
- το όπλο του αιφνιδιασμού, το στρατηγικώς ασυναγώνιστο (Terzakis) |
- η μάχη άρχισε μ' έναν αιφνιδιασμό |
- κάμανε αιφνιδιασμό και πήραν τη θέση |
- ο ~ είχε σχεδιασθή για τη νύχτα |
- κατέλαβαν την πόλη με αιφνιδιασμό
[fr MG αιφνιδιασμός, der of αιφνιδιάζω]
- ① sudden and unexpected action, surprise (syn αιφνιδιαστική ενέργεια or δράση, ξάφνιασμα):