Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιφνιδιάζω [efniδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ έκπληξη σε κπ. με αιφνίδια ενέργεια: H εμφάνιση των ελεφάντων αιφνιδίασε τους κυνηγούς. H εξέλιξη των γεγονότων ήταν τόσο φυσική, ώστε κανείς δεν αιφνιδιάστηκε. ~ με την παρουσία / με την πρότασή μου. 2. αιφνιδιάζω κπ., έτσι ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά: ~ την εμπροσθοφυλακή του εχθρού / τη φρουρά της γέφυρας. Ο λόχος έπεσε σε ενέδρα κι αιφνιδιασμένος υποχώρησε άτακτα.
[λόγ. < ελνστ. αἰφνιδιάζω (στρατ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιφνιδιάζω [efni∂iázo]
- ① fall on, or take, by surprise, to surprise (syn ενεργώ αιφνιδιαστικά):
- τον αιφνιδίασα, δε με περίμενε |
- αιφνιδιάσαμε τον εχθρό we took the enemy by surprise |
- οι εισβολείς είχαν αιφνιδιάσει το χωριό |
- ο στρατός είχε αιφνιδιάσει τους κατοίκους |
- προλαβαίνουν κ' αιφνιδιάζουν τη φρουρά της γέφυρας |
- έστησε ενέδρα κ' αιφνιδίασε τους αντίθετους |
- οι συνέπειες της συμφωνίας αιφνιδίασαν την Kυβέρνηση |
- αν ... με αιφνιδιάση κανένας οχληρός, χάθηκε η ώρα μου (Palam) |
- η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της (Theodorakop) |
- ο κεντρικός παίχτης θα προσπαθήση να αιφνιδιάση τους παίχτες της περιφέρειας (Tsiantas)
- ② mediop αιφνιδιάζομαι be taken or caught by surprise, be surprised:
- ο εχθρός αιφνιδιάσθη the enemy was caught off guard |
- οι αντίπαλοι είχαν αιφνιδιαστή άσχημα, υποχωρούσαν |
- ο λόχος ... αιφνιδιάστηκε, πισωπλάτισε παραζαλισμένος (Terzakis)
[fr ByzG αιφνιδιάζω]
- ① fall on, or take, by surprise, to surprise (syn ενεργώ αιφνιδιαστικά):