Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιφνιδίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδίως [efni∂íos] adv (L)
  • suddenly, unexpectedly (syn in αίφνης 1):
    • ανεχώρησε ~ |
    • ~ άλλαξε γνώμη |
    • poem και ό,τι εβγήκε η προσταγή, |
    • οπού εστένεψε τη φύση |
    • ~ να φωτιστή (Solom)

[fr K ← AG αἰφνιδίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες