Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιφνίδιος, επίθ.· αφνίδιος.
-
- Ξαφνικός:
- αφνίδιος χαλασμός (Ροδολ. Δ´ 447).
- Tο ουδ. του τ. ως ουσ. = ξαφνικό γεγονός:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 38418).
[αρχ. επίθ. αιφνίδιος. O τ. τον 8. αι. (Soph.· βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Ξαφνικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιφνίδιος -α -ο [efníδios] Ε6 : που συμβαίνει, ενώ κανείς δεν τον περιμένει· ξαφνικός, απροσδόκητος, αναπάντεχος: ~ θάνατος. Aιφνίδια καταστροφή / άφιξη. Aιφνίδια γεγονότα.
αιφνίδια & αιφνιδίως ΕΠIΡΡ: Aιφνιδίως άλλαξε γνώμη. [λόγ. < αρχ. αἰφνίδιος, αἰφνιδίως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιφνίδιος, -α (& L -ία), -ο [efní∂ios]
- sudden, unexpected (syn αναπάντεχος, απροσδόκητος, ξαφνικός):
- ~ κρότος sudden bustle |
- ~ θάνατος sudden death |
- αιφνίδια (and αιφνιδία) πλημμύρα flash flood |
- αιφνίδια επίθεση sudden assault |
- αιφνίδια συζήτηση snap debate |
- αιφνιδία έμπνευση rash impulse |
- αιφνίδια άφιξη, αιφνίδιο συναπάντημα |
- αιφνίδια εθνικά γεγονότα |
- αιφνίδιο ξέσπασμα οργής |
- συνεπάρθηκε από μια αιφνίδια χαρά |
- μια αιφνίδια ευτυχία πλημμύρισε την καρδιά της (GKazantz) |
- η συνείδηση του έθνους ήρθε σ' αιφνίδια γνωριμία με την πραγματικότητα (Papantoniou) |
- poem ως κ' η βαρυχειμωνιά μ' αιφνίδια καλοσύνη |
- κ' ήσυχη και σιγαλή |
- σε δέχτηκε κ' εκείνη (Palam) |
- θα πούμε τον κατάδροσο ύμνο, |
- την αιφνίδια μπόρα που ευωδάει την πλάση (Sikel) |
- σα δρυ |
- που στάει σ' αιφνίδιο ανέμισμα την αυγινή δροσιά του (id.)
[fr MG ← K, AG]
- sudden, unexpected (syn αναπάντεχος, απροσδόκητος, ξαφνικός):