Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιφνίδια
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αιφνίδια, επίρρ.· αφνίδια· ’φνίδια.
  • Ξαφνικά, απροσδόκητα:
    • μίαν ημέραν, αφνίδια, ευρέθη αποθαμένος (Xρον. σουλτ. 13122).

[<επίθ. αιφνίδιος. O τ. αφν‑ στον Ησύχ. (DGE) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνίδια [efní∂ia] adv
  • all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn in αίφνης 1):
    • βρέχει ~ |
    • ~ τον έπιασε λόξυγγας |
    • κάνω ~ μια σκέψη |
    • αισθάνομαι σαν γερασμένος ~ |
    • ένα σχέδιο του 'ρθεν έτσι ~, όπως οι μεγάλες ιδέες (Papantoniou) |
    • πουλάκια περνούσαν ~ ... κ' εγίνοντο άφαντα (id.) |
    • διαμαρτυρήθηκα νοιώθοντας ~ πυρετωμένος (Terzakis) |
    • η γέννηση αυτή ... γίνεται ~ σαν αστραπή (Papanoutsos) |
    • poem χιλιάδες ~ |
    • χουμήσαν απάνου της |
    • θανάσιμα φίδια (Markoras) |
    • ενώ απ' τη μέση της πηδάει η φλόγα ως με τον ουρανόν ~ γελαστή (Sikel) |
    • σαν πουλαριού χλιμίντρισμα, |
    • που ~ ρίχνει, όταν γροικά |
    • τη μάνα του φοράδα τη χαμένη (Skipis) |
    • το νήμα της ζωής του εκόπη ~ (Zevgoli)

[fr MG αιφνίδια, der of adj αιφνίδιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιφνιδιάζω [efniδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ έκπληξη σε κπ. με αιφνίδια ενέργεια: H εμφάνιση των ελεφάντων αιφνιδίασε τους κυνηγούς. H εξέλιξη των γεγονότων ήταν τόσο φυσική, ώστε κανείς δεν αιφνιδιάστηκε. ~ με την παρουσία / με την πρότασή μου. 2. αιφνιδιάζω κπ., έτσι ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά: ~ την εμπροσθοφυλακή του εχθρού / τη φρουρά της γέφυρας. Ο λόχος έπεσε σε ενέδρα κι αιφνιδιασμένος υποχώρησε άτακτα.

[λόγ. < ελνστ. αἰφνιδιάζω (στρατ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιάζω [efni∂iázo]
  • ① fall on, or take, by surprise, to surprise (syn ενεργώ αιφνιδιαστικά):
    • τον αιφνιδίασα, δε με περίμενε |
    • αιφνιδιάσαμε τον εχθρό we took the enemy by surprise |
    • οι εισβολείς είχαν αιφνιδιάσει το χωριό |
    • ο στρατός είχε αιφνιδιάσει τους κατοίκους |
    • προλαβαίνουν κ' αιφνιδιάζουν τη φρουρά της γέφυρας |
    • έστησε ενέδρα κ' αιφνιδίασε τους αντίθετους |
    • οι συνέπειες της συμφωνίας αιφνιδίασαν την Kυβέρνηση |
    • αν ... με αιφνιδιάση κανένας οχληρός, χάθηκε η ώρα μου (Palam) |
    • η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της (Theodorakop) |
    • ο κεντρικός παίχτης θα προσπαθήση να αιφνιδιάση τους παίχτες της περιφέρειας (Tsiantas)
  • ② mediop αιφνιδιάζομαι be taken or caught by surprise, be surprised:
    • ο εχθρός αιφνιδιάσθη the enemy was caught off guard |
    • οι αντίπαλοι είχαν αιφνιδιαστή άσχημα, υποχωρούσαν |
    • ο λόχος ... αιφνιδιάστηκε, πισωπλάτισε παραζαλισμένος (Terzakis)

[fr ByzG αιφνιδιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιασμένος, -η, -ο [efni∂iazménos]
  • taken or caught by surprise, surprised:
    • αιφνιδιασμένοι όπως ήμαστε δεν είπαμε τίποτα |
    • οι Δυτικές Δυνάμεις αιφνιδιασμένες, ... παράλυτες από το απροσδόκητο χτύπημα δεν θα προλάβαιναν ... ν' αντιδράσουν (Terzakis)

[ppp of αιφνιδιάζω, q.v.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιφνιδιασμός ο [efniδiazmós] Ο17 : η ενέργεια που αιφνιδιάζει κπ., έτσι ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά: Πολιτικός / οικονομικός / διαφημιστικός ~. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε στα κόμματα ότι θα αποφύγει τον εκλογικό αιφνιδιασμό. || (στρατ.): Στρατηγικός / τακτικός ~. Επιτυχία / αποτυχία του αιφνιδιασμού. Kυρίεψαν την πόλη με αιφνιδιασμό.

[λόγ. < μσν. αιφνιδιασμός (στρατ.) < αιφνιδιασ- (αιφνιδιά ζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιασμός [efni∂iazmós] ο,
  • ① sudden and unexpected action, surprise (syn αιφνιδιαστική ενέργεια or δράση, ξάφνιασμα):
    • έχω το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού |
    • ο ~ και η επιβολή του νέου επηρεάζουν τη ζωή μας |
    • ο παράγων του αιφνιδιασμού έχει μεγίστη σημασία για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις |
    • το μυστικό των Mυκηνών είναι το αναπάντεχο, ο ~ (Penteas) |
    • η παράσταση του έργου στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους αιφνιδιασμούς (Melas) |
    • η παράσταση του έργου στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους αιφνιδιασμούς (Melas) |
    • το απρόοπτο διατηρεί τη συμπαγή του σύσταση, είναι ένας ~ (Panagiotop) |
    • (ο Παλαμάς) στάθηκε με την έκπληξη των αιφνιδιασμών στους πιο περίεργους σταθμούς (Chourmouzios)
  • ② milit & athl surprise attack, raid (syn επίθεση, επιδρομή):
    • το όπλο του αιφνιδιασμού, το στρατηγικώς ασυναγώνιστο (Terzakis) |
    • η μάχη άρχισε μ' έναν αιφνιδιασμό |
    • κάμανε αιφνιδιασμό και πήραν τη θέση |
    • ο ~ είχε σχεδιασθή για τη νύχτα |
    • κατέλαβαν την πόλη με αιφνιδιασμό

[fr MG αιφνιδιασμός, der of αιφνιδιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιαστικά [efni∂iastiká] adv
  • by or in a surprise action (syn με αιφνιδιαστικό τρόπο, L αιφνιδιαστικώς):
    • τον χτύπησε ~ |
    • η Kυβέρνηση προβαίνει ~ στην προκήρυξη εκλογών |
    • η ταξιαρχία χτυπήθηκε από τον εχθρό ~ |
    • ~ το καράβι σφύριξε |
    • σε διηγήματα οι εύκολες ... εξυπνάδες του χρονογράφου ξεσχίζουν ~ το ύφασμα του αφηγηματικού λόγου (Melas)

[der of αιφνιδιαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιφνιδιαστικός -ή -ό [efniδiastikós] Ε1 : που γίνεται ξαφνικά, έτσι ώστε να αιφνιδιάζει: ~ έλεγχος / ελιγμός. Aιφνιδιαστική ενέργεια / επίθεση / απεργία. Aιφνιδιαστικό γεγονός. αιφνιδιαστικά ΕΠIΡΡ: Ο λόχος χτυπήθηκε ~ και υποχώρησε.

[λόγ. αιφνιδιασ- (αιφνιδιάζω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιφνιδιαστικός, -ή, -ό [efni∂iastikós]
  • taking place by surprise, surprising, sudden, unexpected (syn που γίνεται άξαφνα, ξαφνικός):
    • αιφνιδιαστικό γεγονός, αιφνιδιαστικές πράξεις |
    • ~ έλεγχος διενεργήθηκε σήμερα |
    • αιφνιδιαστική συζήτηση snap debate |
    • αιφνιδιαστική απεργία snap or lightning strike |
    • αιφνιδιαστική επάνοδος unexpected return |
    • αιφνιδιαστική επίθεση surprise attack, swoop |
    • αιφνιδιαστική επιδρομή surprise raid |
    • έκαμεν αιφνιδιαστική έφοδο |
    • η πνευματική άνθηση δεν είναι ένα αιφνιδιαστικό γεγονός (Tatakis) |
    • το έργο ... ήταν τροφή βαριά κ' αιφνιδιαστική για το ελληνικό κοινό (Melas) |
    • ένας ~ ελιγμός του εχθρού τον έκανε να χάση ... την πρωτοβουλία κινήσεων (Papanoutsos) |
    • με τον ίδιο αιφνιδιαστικό τρόπο ... είχε επιτεθή και η IX Mεραρχία (Terzakis) |
    • οι πολιορκούμενοι επιχειρούν αιφνιδιαστικές εξόδους (Vacalop) |
    • οι αιφνιδιαστικές εξαγγελίες των διαφόρων μέτρων δημιουργούν δυσπιστία

[der of *αιφνιδιαστικός: αιφνιδιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες