Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτών
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτών ο [etón] θηλ. αιτούσα [etúsa] Ο : (λόγ.) αυτός που ζητά κτ. (σε αίτηση πριν από το όνομα εκείνου που την υπογράφει).

[λόγ. < αρχ. αἰτῶν, μεε. του αἰτῶ `ζητώ΄ σημδ. γαλλ. réquerant· λόγ. < αρχ. αἰτοῦσα, θηλ. του αἰτῶν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτών [etón] ο, gen αιτούντος (L)
  • applicant, petitioner:
    • διαβιβάζει στους αιτούντες αρνητική απάντηση

[prp of αιτώ; cf also αιτούσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες