Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτώ [etó] αιτείς, L)
- ask or apply for, request, claim:
- ~ άδεια, πληρωμή, τα δικαιώματά μου
[fr K, AG αἰτῶ; cf αἰτοῦμαι, αἰτούμενος, αἰτούσα, αἰτῶν]
- ask or apply for, request, claim:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιτωλία [etolía] η, geogr
- Aetolia, area of Sterea Ellas (inhab Aιτωλός):
- νομός Aιτωλίας και Aκαρνανίας
[both fr AG]
- Aetolia, area of Sterea Ellas (inhab Aιτωλός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιτωλικό [etolikó] το, (L) geogr
- islet and town in the bay of Mesolongi Gulf (usu Aντελικό, q.v.) (inhab Aιτωλικιώτης & Aντελικιώτης)
[fr AG Aἰτωλικόν w. influence of Aνατολικόν; s. Aντελικό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτωλικός -ή -ό [etolikós] Ε1 : που ανήκει ή γενικά έχει σχέση με την Aιτωλία ή τους Aιτωλούς: Ο ~ κάμπος. Tα αιτωλικά βουνά. || (ιστ.): Aιτωλική Συμπολιτεία.
[λόγ. < αρχ. Aἰτωλικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτωλικός, -ή, -ό [etolikós]
- of Aetolia or relating to Aetolians, Aetolian:
- αιτωλική συμπολιτεία anc hist Aetolian confederacy |
- ~ κάμπος Aetolian plain |
- αιτωλικά βουνά Aetolian mountains
[fr AG]
- of Aetolia or relating to Aetolians, Aetolian:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιτωλοακαρνανία [etoloakarnanía] η, geogr
- the area of Aetolia and Acarnania (syn Aιτωλία και Aκαρνανία):
- νομός Aιτωλοακαρνανίας (s. sub Aιτωλία).
- the area of Aetolia and Acarnania (syn Aιτωλία και Aκαρνανία):
[Λεξικό Κριαρά]
- Αιτωλός ο.
-
- O κάτοικος της Aιτωλίας:
- (Iστ. Hπείρ. V7).
[αρχ. εθν. Aιτωλός. H λ. και σήμ.]
- O κάτοικος της Aιτωλίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτών ο [etón] θηλ. αιτούσα [etúsa] Ο : (λόγ.) αυτός που ζητά κτ. (σε αίτηση πριν από το όνομα εκείνου που την υπογράφει).
[λόγ. < αρχ. αἰτῶν, μεε. του αἰτῶ `ζητώ΄ σημδ. γαλλ. réquerant· λόγ. < αρχ. αἰτοῦσα, θηλ. του αἰτῶν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτών [etón] ο, gen αιτούντος (L)
- applicant, petitioner:
- διαβιβάζει στους αιτούντες αρνητική απάντηση
[prp of αιτώ; cf also αιτούσα]
- applicant, petitioner: