Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιώμαι [etióme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κατηγορώ κπ. ως υπεύθυνο για κτ. κακό: Για να δικαιολογήσει την ανεπάρκειά του αιτιάται την ανικανότητα των υφισταμένων του. Mην αιτιάσαι κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό σου.
[λόγ. < αρχ. αἰτιῶμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιώμαι [etióme] αιτιάσαι, L)
- hold s.o. to be responsible for a harmful act, accuse s.o. as accountable, charge, blame, find fault w. s.o.:
- για να δικαιολογηθή, αιτιάται την αναρμοδιότητα των υφισταμένων του |
- αιτιώμεθα τη νεοελληνική γλώσσα για ανεπάρκεια |
- συχνά αιτιάται για μιαν αποτυχία την κριτική (Thrylos)
[fr K, AG αἰτιῶμαι]
- hold s.o. to be responsible for a harmful act, accuse s.o. as accountable, charge, blame, find fault w. s.o.: