Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιώδης -ης -ες [etióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αιτιότητα· αιτιακός: Yπάρχει ~ σχέση ανάμεσα στο κάπνισμα και τον καρκίνο. || (φιλοσ.): ~ λόγος / εξήγηση. || (νομ.): ~ συνάφεια / δικαιοπραξία.
[λόγ. < ελνστ. αἰτιώδης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιώδης, -ης, -ες [etió∂is] (L) philos & log etc
- causal:
- ~ συνάφεια casual nexus |
- ~ σχέση μεταξύ καπνίσματος και ασθενειών causal relationship between smoking and diseases |
- ~ ανάγκη or αναγκαιότητα |
- ~ αλληλουχία των φαινομένων, των ιστορικών γεγονότων |
- ~ ειρμός των ψυχικών γεγονότων |
- μια ~ συνάρτηση μέσα στον κόσμο |
- η ιατρική εξετάζει τον αιτιώδη σύνδεσμο που έχει η μια κατάσταση του σώματος με την άλλη (Theodorakop) |
- τα αισθήματα και οι παραστάσεις, οι σχέσεις και οι αιτιώδεις νόμοι τους είναι τα μόνα στοιχεία που χρειαζόμαστε για να αναλύσωμε τη βούληση (Papanoutsos) |
- αναζητούμε πάντα τον αιτιώδη, τον πραγματικό λόγο, την αιτία που οδηγεί από το ηγούμενο στο αιτιατό (Tatakis) |
- το φως από την αιτιώδη σύλληψη των ιστορικών φαινομένων είναι προφανώς το ασθενέστερο (Prevelakis)
[fr K αἰτιώδης]
- causal: