Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιότητα η [etiótita] Ο28 : 1.η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμά της: Φυσική / κοινωνική / ηθική ~. Γεγονότα που συνδέονται με σχέση αιτιότητας. 2. η αιτία.
[λόγ. αίτι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. causalité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιότητα [etiótita] η, (& L αιτιότης)
- presence of a cause
- ⓐ philos causality, causation:
- ο νόμος της αιτιότητας |
- το αξίωμα της αιτιότητας, η αρχή της αιτιότητας, ο ειρμός της αιτιότητας |
- ηθική ~, πολλαπλή ~ |
- η ~ είναι ο a priori όρος κάθε φυσικής επιστήμης (Tsatsos) |
- η ~ είναι ... μεταφορά ενός βιώματος στην κλίμακα της θεωρητικής σκέψης (Papanoutsos) |
- ένα είδος αιτιότητας είναι η βούληση ζωντανών όντων προικισμένων με λόγο (id.) |
- εσωτερική ~ των γεγονότων (id.) |
- την έννοια της αιτιότητας ο άνθρωπος την εσχημάτισε από την εμπειρική παρατήρηση επαγωγικά (id.) |
- οι επιστήμονες δουλεύουν με την έννοια της φυσικής αιτιότητας (id.) |
- ο βίος του Kαζαντζάκη προσδιορίζεται κυρίως από μιαν ενδόμυχη ~ |
- από τον πυρετό και το μεγαλεπήβολο του πνεύματος κλ (Prevelakis)
[fr K αἰτιότης (Philodemus, 1st c. BC)]