Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιολογώ [etioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.εκθέτω, περιγράφω τα αίτια: ~ ένα φυσικό φαινόμενο / ιστορικό γεγονός. 2. αιτιολογώ κτ. με στόχο να αποδείξω ότι αυτό είναι σωστό: ~ τον ισχυρισμό / την άποψή μου. Aιτιολογημένη δικαστική / διοικητική πράξη. H απαγόρευση της διαδήλωσης δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. || δικαιολογώ: ~ το φέρσιμο / τη συμπεριφορά μου.

[λόγ. < ελνστ. αἰτιολογῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιολογώ [etioloγó] αιτιολογείς, impf αιτιολογούσα, aor αιτιολόγησα, pass αιτιολογούμαι, ppp αιτιολογημένος,
  • inquire into the cause and find the reasons, give grounds for, explain, vindicate, justify (syn [in part] δικαιολογώ):
    • ~ έναν ισχυρισμό ένα επιχείρημα substantiate an assertion (allegation), an argument |
    • παραδόσεις αιτιολογούν την ίδρυση κάστρων |
    • θα αιτιολογήσω την κρίση μου |
    • στο υπόμνημα αιτιολογούσε τις τροποποιήσεις του συντάγματος |
    • αιτιολόγησε το χάσμα ... που χωρίζει τις δύο γενεές (Papanoutsos) |
    • οι (σπουδαιότερες) ανθρώπινες πράξεις αιτιολογούνται ορθά ... έπειτα από τη συντέλεσή τους (id.) |
    • ~ μια απόφαση I vindicate (justify) a judgment, a decision

[fr K αἰτιολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες