Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιολογικός -ή -ό [etiolojikós] Ε1 : που αιτιολογεί κτ.: Kάθε πρόταση νόμου συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση. || (λαογρ.): ~ μύθος. Aιτιολογική παράδοση. α. (γραμμ.) που δηλώνει αιτία: ~ σύνδεσμος. Aιτιολογική μετοχή / πρόταση. β. (ως ουσ.) το αιτιολογικό, η αιτιολογία: Tο αιτιολογικό μιας διαταγής / μιας δικαστικής απόφασης. Δεν εγκρίνονται δαπάνες χωρίς αιτιολογικό.
[λόγ. < ελνστ. αἰτιολογικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιολογικός, -ή, -ό [etioloyikós]
- relating to causes, referring to grounds given for sth, causal, explanatory (of causes) (near-syn δικαιολογητικός):
- med αιτιολογική θεραπεία treatment of the cause |
- αιτιολογικές παραδόσεις popular traditions constructed to explain a custom etc |
- αιτιολογικοί μύθοι etiological myths |
- αιτιολογική συνάρτηση |
- κάθε πρόταση νόμου συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση (Christidis EΣ)
- ⓐ philos causal:
- οι ανθρώπινες πράξεις ... έχουν την αιτιολογική τους εξήγηση (Papanoutsos) |
- η ομορφιά και η χρησιμότητα δεν έχουν μεταξύ τους σχέση χρονολογική ή αιτιολογική (id.) |
- (κατηγορία της αιτιότητας είναι η ικανότητα του νου) να θέτη τα πράγματα σε αιτιολογική αναμεταξύ των σχέση (Theodorakop) |
- είναι εύκολο να κάνη κανείς εκ των υστέρων αιτιολογικές διαπιστώσεις (Dimaras)
- ⓑ gramm & synt causal, causative:
- ~ σύνδεσμος causal conjunction, αιτιολογική μετοχή causal participle, αιτιολογική πρόταση subordinate causal clause, αιτιολογική σύνταξη causal construction
[fr ByzG ← K αἰτιολογικός]
- relating to causes, referring to grounds given for sth, causal, explanatory (of causes) (near-syn δικαιολογητικός):