Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιολογικά [etioloyiká] adv
- causally, etiologically, w. documentation:
- μπορεί να μας τα πη καθαρά και ~ συναρτημένα (Chourmouzios) |
- (οι Ίωνες φιλόσοφοι) ζητούσαν να εξηγήσουν ~ τον κόσμο και τα φαινόμενά του (Papanoutsos) |
- (ένα μικρό πρόβλημα) επεκτείνεται με την αναγκαστική του συνάφεια προς εκείνα που συνδέονται μαζί του λογικά και ~ σε ολοένα πλατύτερους συγκεντρωτικούς κύκλους (Lambridi)
[der of αιτιολογικός; cf MG ← K αἰτιολογικῶς 'causally']
- causally, etiologically, w. documentation: