Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιολογημένα [etioloyiména] adv
- accountedly, demonstratedly:
- σωστά και ~ δόθηκε η έκταση που εμφανίζουν οι κοινόχρηστοι χώροι (DVasileiadis)
[der of αιτιολογημένος]
- accountedly, demonstratedly: