Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιολογημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιολογημένα [etioloyiména] adv
  • accountedly, demonstratedly:
    • σωστά και ~ δόθηκε η έκταση που εμφανίζουν οι κοινόχρηστοι χώροι (DVasileiadis)

[der of αιτιολογημένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες