Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιολογία η [etiolojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιτιολογώ: H ~ της δικαστικής απόφασης. α. δικαιολογία: Aπουσία / άρνηση / απόλυση χωρίς ~. β. αιτία: Φυσικό φαινόμενο άγνωστης αιτιολογίας.
[λόγ. < αρχ. αἰτιολογία `ερμηνεία των αιτίων΄ κατά τη σημ. της λ. αιτιολογώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιολογία [etioloyía] η,
- giving the cause of a thing, explanation of the cause(s), documentation, etiology, reasons (given for doing sth) (syn αιτιολόγηση, δικαιολογία):
- η ~ είναι πάντα μια επαρκής για το νου μας εξήγηση (Papanoutsos) |
- βαθιά και βαρυσήμαντη διάκριση υπάρχει ανάμεσα στην ~ και στη δικαιολογία (id.) |
- η ~ της απαγορεύσεως ήτανε πολύ αστεία (Melas) |
- med ~ νοσήματος, προσδιορισμός της αιτιολογίας της παθήσεως, e.g. μιας έντονης αναιμίας |
- law ~ αποφάσεως vindication of a judgment, ~ βουλεύματος
- ⓐ account. detailed account, particulars
[fr K, AG αἰτιολογία]
- giving the cause of a thing, explanation of the cause(s), documentation, etiology, reasons (given for doing sth) (syn αιτιολόγηση, δικαιολογία):