Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιοκρατούμαι [etiokratúme] Ρ10.9β (συνήθ. στον ενεστ.) : καθορίζομαι από αιτιακές σχέσεις: Aιτιοκρατούμενα φυσικά / κοινωνικά φαινόμενα. H φύση αιτιοκρατείται απόλυτα.
[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατούμαι]