Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιοκρατικός -ή -ό [etiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιτιοκρατία: Aιτιοκρατική ανάλυση / θεώρηση / φιλοσοφία. || (επέκτ.) αιτιακός: Aιτιοκρατική σχέση.
αιτιοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αιτιοκρατ(ία) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιοκρατικός, -ή, -ό [etiokratikós] philos
- deterministic:
- αιτιοκρατική φιλοσοφία, αναγκαιότητα, αιτιοκρατικό αξίωμα |
- λογική αιτιοκρατική σχέση |
- η άτεγκτη αιτιοκρατική αντίληψη των φυσικών επιστημών |
- η αυστηρά αιτιοκρατική συνοχή των μεταβολών της ύλης (Lambridi) |
- η αιτιοκρατική, μηχανική εξέλιξη των φυσικών φαινομένων (id.) |
- αιτιοκρατικοί νόμοι στα φαινόμενα του ψυχικού βίου του ανθρώπου (id.) |
- η φυσική, η αιτιοκρατική, αλλά και λογική παρουσία του ανθρώπου (Tatakis)
[der of αιτιοκρατία]
- deterministic: