Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιοκρατικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιοκρατικά [etiokratiká] adv (& αιτιοκρατικώς)
  • deterministically:
    • ο νους πρέπει να συνδέση αιτιοκρατικώς το ύστερα με το τώρα, για να φτάση στη γνώση του νόμου της αιτιότητος και συγχρόνως στη γνώση του εαυτού του (Theodorakop) |
    • τίποτε χρονικά προηγούμενο δεν μας επιβάλλει το αίσθημα ~, γιατί πηγάζει από τις ίδιες τις θεωρητικές δυνάμεις της συνείδησης (Tsatsos) |
    • ο Aριστοτέλης στο ~ ή τελολογικά συγκροτημένο σύμπαν αφήκε να εισχωρήση και το στοιχείο του "αορίστου", του "αυτομάτου" (Kanellop) |
    • (μια σειρά δεδομένων) οδηγούν ~, αναγκαία στο ίδιο αποτέλεσμα (Dimaras) |
    • (μια τέτοια ιστορία) εξαρτάται ~ κι από τις γενικότερες πνευματικές συνθήκες (Karantonis)

[der of αιτιοκρατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες