Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιτιατός, επίθ.
-
- Yπαίτιος, ένοχος:
- αιτιατοί και αναίτιοι (Δούκ. 40917).
[αρχ. επίθ. αιτιατός]
- Yπαίτιος, ένοχος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιατός, -ή, -ό [etiatós] philos
- produced by a cause, effected:
- αιτιατή σχέση, αιτιατή αλληλουχία ιστορικών γεγονότων |
- σειρά αιτιατών φαινομένων (Lambridi) |
- η σοβιετική ανθρωπολογία αρνείται κάθε αιτιατή εξάρτηση στην ανάπτυξη των εθνικών πολιτισμών και της γλώσσας από τη ράτσα (Poulianos)
[fr AG αἰτιατός (Aristot.)]
- produced by a cause, effected: