Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιατό το [etiató] Ο38 : (φιλοσ.) 1. το αποτέλεσμα που δημιουργείται από μία αιτία: Aίτιο και ~. Σειρά αιτίων και αιτιατών. H αρχή της αιτιοκρατίας επαληθεύεται, όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία. 2. η αιτιότητα: Nόμοι του αιτιατού.
[λόγ. < αρχ. αἰτιατόν (αντ. της λ. αἴτιον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιατό [etiató] το, philos
- effect (syn αποτέλεσμα):
- καθορισμένα αιτιατά |
- η αρχή της αιτιοκρατίας (determinismus) ... ικανοποιείται μόνο όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία, η οποία το προκαλεί (Tatakis) |
- αίτιο και ~ cause and effect (syn αιτία και αποτέλεσμα) |
- αλυσίδα αιτίων και αιτιατών
- ⓐ philos causality (syn αιτιότητα):
- οι νόμοι του αιτιατού
[fr αιτιατόν 'effect' (Aristot.), substantiv. of αιτιατός]
- effect (syn αποτέλεσμα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αιτιατός, επίθ.
-
- Yπαίτιος, ένοχος:
- αιτιατοί και αναίτιοι (Δούκ. 40917).
[αρχ. επίθ. αιτιατός]
- Yπαίτιος, ένοχος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιατός, -ή, -ό [etiatós] philos
- produced by a cause, effected:
- αιτιατή σχέση, αιτιατή αλληλουχία ιστορικών γεγονότων |
- σειρά αιτιατών φαινομένων (Lambridi) |
- η σοβιετική ανθρωπολογία αρνείται κάθε αιτιατή εξάρτηση στην ανάπτυξη των εθνικών πολιτισμών και της γλώσσας από τη ράτσα (Poulianos)
[fr AG αἰτιατός (Aristot.)]
- produced by a cause, effected: