Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιτιατική η [etiatikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση με την οποία δηλώνεται συνήθ. το άμεσο αντικείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήσεις της αιτιατικής. H ~ ως αντικείμενο / προσδιορισμός. ~ απόλυτη / της αναφοράς / του χρόνου. Ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές.
[λόγ. < ελνστ. αἰτιατική (< αἰτιατόν)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιτιατική [etiaticí] η, gramm
- accusative (case), the case of the direct object of verbs, objective (case) (e.g. αυτόν him, αυτούς them):
- ~της αναφοράς accusative of reference (syn ~ του κατά τι) |
- ~ απόλυτη accusative absolute
[fr K αἰτιατική 'accusative', the f of αιτιατικός 'causal' substantiv.]
- accusative (case), the case of the direct object of verbs, objective (case) (e.g. αυτόν him, αυτούς them):