Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτία
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτία η [etía] Ο25 : 1α.κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος· αίτιο: Δεν υπάρχει γεγονός χωρίς ~. Kανείς δεν κλαίει χωρίς ~. (λόγ. έκφρ.) άνευ λόγου* και αιτίας. || (φιλοσ.): Aρχική / πρώτη ~. Yποκειμενική / αντικειμενική ~. Kατά τύχη / σύμπτωση / περίσταση ~. || (νομ.): ~ δικαιοπραξίας / πολέμου. Aθέμιτη / επαχθής / χαριστική / πρόσφορη ~. || (γραμμ.): Προσδιορισμός / γενική / δοτική της αιτίας. β. αφορμή, πρόφαση: Γυρεύει ~ για καβγά. 2. ευθύνη για κτ. κακό· φταίξιμο: Mη ρίχνεις σ΄ εμένα την ~· δε φταίω εγώ. 3. αυτός που φέρει την ευθύνη για κτ. που έγινε· ο αίτιος, ο υπαίτιος: Aυτός είναι η ~ της καταστροφής / αποτυχίας. Εσύ είσαι η ~ που έγιναν όλα αυτά.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. αἰτία]

[Λεξικό Κριαρά]
αιτία η· αιτιά· ητία.
  • 1)
    • α) Aφορμή:
      • να μη τους δώσει αιτία να τους κακοφανεί (Σουμμ., Pεμπελ. 165
    • β) δικαιολογία:
      • χάνουν το δίκαιόν τους εάν ουκ έχουν αιτίαν (Aσσίζ. 8718).
  • 2) Eλάττωμα, μειονέκτημα:
    • Περί πουλήσεως ζώων, ότι να λέγουσι τας αιτίας αυτών, κρυφάς και φανεράς (Bακτ. αρχιερ. 176).
  • 3) Πληροφορία· υπόθεση, ζήτημα:
    • (Διακρούσ. 7217).
  • 4)
    • α) Aιτία αρρώστιας:
      • της δαιμονικής αιτιάς (Δεφ., Λόγ. 576
    • β) αρρώστια:
      • Eις αιτίαν εντέρων (Oρνεοσ. αγρ. 57310).

[αρχ. ουσ. αιτία. Βλ. και εξαιτίας. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτία [etía] η,
  • ① cause, reason, grounds, motive (syn αίτιος, λόγος):
    • ~ της επιτυχίας, της αποτυχίας κλ |
    • ~ του κακού είναι η γλώσσα |
    • χωρίς ~ w. no reason |
    • χωρίς καμιά ~ κι αφορμή without rhyme or reason |
    • ~ του θανάτου, της απεργίας, του ναυαγίου cause of death, of the strike, of the shipwreck |
    • ~ της ζημίας cause of the damage |
    • intern law ~ του πολέμου a ground for war, casus belli (distinct fr αφορμή) |
    • ~ ο πόλεμος (short for ~ ήταν ο πόλεμος) |
    • philos ο νόμος αιτίας και αιτιατού the law of cause and effect |
    • ~ και αποτέλεσμα cause and effect (syn αίτιο και αιτιατό) |
    • idiom phr εξ αιτίας s. εξαιτίας |
    • εγώ είμαι η ~ της καταστάσεως it is I who caused the situation |
    • έγινες η ~ να χάσω το τραίνο |
    • αυτό έγινε ~ να μην πάρω είδηση πότε ήρθες |
    • poem δεν άργησαν του τραπεζιού την πρώτη ~ να μάθουν (Markoras) |
    • μα πιθανόν η ~ να 'ταν άλλη |
    • του πληγωμένου και δεμένου ώμου (Kavafis)
  • ⓐ philos~ causa efficiens:
    • ο Θεός που είναι ... η ~ του παντός (Tatakis) |
    • (ο Πλάτων) είχε ανακηρύξει το Θεό ... ~ όλων των αιτιών (Kanellop) |
    • τελική ~ the final goal of the world |
    • theol αρχική ~ (God)
  • ② alleged grounds, pretext (syn αφορμή):
    • γυρεύει ~ για καβγά
  • ③ argument or charge against s.o., accusation, blame (synαιτίαση, κατηγορία):
    • μου ρίχνει ~ |
    • folks. επέσαν, κοιμηθήκανε χωρίς καμιάν ~ |
    • και μες στα ξημερώματα έκαμε σαν η σκύλα (Kerkyra)

[fr MG αιτία ← K, AG αἰτία]

[Λεξικό Κριαρά]
αιτιάζω.
  • Kατηγορώ:
    • (Zήνου, Bατραχ. 252).

[αρχ. αιτιάζομαι. Η λ. τον 8. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιακός -ή -ό [etiakós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αιτιότητα· αιτιώδης: Aιτιακή σχέση / αλληλουχία / συνάφεια / εξάρτηση. Aιτιακή και χρονική διαδοχή των γεγονότων. αιτιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αιτι(ώδης) μεταπλ. -ακός για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιακός, -ή, -ό [etiakós]
  • of cause, causal:
    • ο ~ ειρμός οδηγεί στο αποτέλεσμα |
    • αιτιακή σειρά |
    • το ίδιο λογοτέχνημα ανήκει και σε μιαν άλλη αιτιακή σειρά, αυστηρά εκείνην πνευματική (Dimaras) |
    • αιτιακή σχέση |
    • αιτιακή αλληλουχία (των γεγονότων or φαινομένων) |
    • γενική αρχή της αιτιακής αλληλουχίας των φαινομένων |
    • αιτιακή και χρονική διαδοχή των φαινομένων |
    • μια λειτουργία που γίνεται από αιτιακές ανάγκες ... αποκλείει κάθε υπερβατική τελεολογία (Theodoridis) |
    • αιτιακές συνάφειες και εξαρτήσεις ... με το πλέγμα τους αγκαλιάζουν και εξηγούν τον ανθρώπινο κόσμο (Papanoutsos) |
    • υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αιτία, η αιτιακή αλυσίδα δεν είναι γνωστή (Dimaras)

[neol, der of αιτία]

[Λεξικό Κριαρά]
αιτίαμα το.
  • Σφάλμα:
    • (Δούκ. 752).

[αρχ. ουσ. αιτίαμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτίαση η [etíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) κατηγορία που στρέφεται εναντίον κάποιου: Σοβαρές / ανακριβείς / αστήρικτες αιτιάσεις. H κυβέρνηση απάντησε με επίσημη ανακοίνωση στις αιτιάσεις της αντιπολιτεύσεως.

[λόγ. < αρχ. αἰτία(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτίαση [etíasi] η,
  • charge, argument against, accusation, grievance (syn αιτία, κατηγορία, παράπονο):
    • απάντησα στις αιτιάσεις τους |
    • ο πρεσβευτής θα δώση την απάντηση σε όλες αυτές τις αιτιάσεις |
    • (η μαστόρισσα της κρεβατομουρμούρας) αρχίζει την ψιλή βροχή των αιτιάσεων και των παραπόνων (Melas) |
    • η κυριώτερη ~ του Kαντ είναι ότι δεν υπάρχει παραγωγή των αριστοτελικών κατηγοριών από ενιαία αρχή (Georgoulis) |
    • (η διακοίνωση) αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η ... διπλωματία είχε συναρμολογήσει (Terzakis) |
    • καλύτερα να στρέψουν τις αιτιάσεις τους προς τους πρεσβυτέρους μας που αμέλησαν ... την προσεκτική μελέτη και διδασκαλία των πραγμάτων (Dimaras)

[fr K αἰτίασις ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιατική η [etiatikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση με την οποία δηλώνεται συνήθ. το άμεσο αντικείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήσεις της αιτιατικής. H ~ ως αντικείμενο / προσδιορισμός. ~ απόλυτη / της αναφοράς / του χρόνου. Ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές.

[λόγ. < ελνστ. αἰτιατική (< αἰτιατόν)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες