Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχύνομαι [esxínome] Ρ8.1β : (λόγ.) ντρέπομαι: ~ για κτ. / να κάνω κτ.
[λόγ. < αρχ. αἰσχύνομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχύνομαι [es ínome] pr & ipf
- only, rare feel great shame, be or feel ashamed:
- ~ για κτ or κ. be ashamed of sth or s.o. |
- δεν αισχύνεσαι; aren't you ashamed of yourself? |
- αισχύνονταν να συλλάβη στο νου του κακό εναντίον συντεχνίτη του (Papantoniou)
[fr K, AG αισχύνομαι]
- only, rare feel great shame, be or feel ashamed: