Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχύνη η [esxíni] Ο30 : (λόγ.) ντροπή: Aισθάνομαι ~, ντρέπομαι.
[λόγ. < αρχ. αἰσχύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχύνη [es íni] η, rare
- shamelessness (syn αίσχος, καταισχύνη, ντροπή, ρεζιλίκι)
[fr K, AG αἰσχύνη]