Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχυλικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αισχυλικά [es iliká] adv
  • in the Aeschylean way:
    • ο χρησμός της Σίβυλλας του Σικελιανού ... προφητεύει και από πριν στηλιτεύει ~ και καταδικάζει τις προθέσεις των ευρωπαίων κατακτητών (Karantonis)

[der of αισχυλικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες