Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχρότητα η [esxrótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι αισχρός: H ~ μιας ενέργειας / της συμπεριφοράς κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αισχρή πράξη: Έκανε πολλές αισχρότητες στη ζωή του.
[λόγ. < ελνστ. αἰσχρότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `ασχήμια΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρότητα [esxrótita] η, (L)
- ① moral impurity, shamelessness, disgracefulness, indecency (syn ανηθικότητα, αχρειότητα, κακοήθεια, φαυλότητα):
- μια εξουσία που θεμελιώνεται στον τρόμο κλ είναι σύγχρονα και ~ και αδικία (Vrettakos)
- ② synecd shameless act, dirty trick
[fr K, AG αἰσχρότης]
- ① moral impurity, shamelessness, disgracefulness, indecency (syn ανηθικότητα, αχρειότητα, κακοήθεια, φαυλότητα):