Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχρός -ή -ό [esxrós] Ε1 : 1.που είναι ανήθικος ή γενικά κακός, έτσι ώστε να προκαλεί ντροπή: Aισχρή διαγωγή / συκοφαντία / δωροδοκία / βρισιά. H δίκη ήταν μια αισχρή συμπαιγνία. Είναι αισχρό να
, είναι ντροπή να
α. άσεμνος: Aισχρές χειρονομίες / προτάσεις. Aισχρά λόγια / υπονοούμενα. Aισχρό μυθιστόρημα / φιλμ. Tην έκανε αντικείμενο των αισχρών του ορέξεων. β. (για πρόσ.) που κάνει ανήθικες πράξεις: ~ άνθρωπος / πολιτικός. Aισχρή γυναίκα. 2. (σπάν., μτφ. για πργ.) που είναι πολύ κακής ποιότητας· (πρβ. αίσχος).
αισχρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. αἰσχρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρός, -ή (& L -ά), -ό [esxrós] superl rare αίσχιστος (L)
- shameful, disgraceful, lewd, obscene, filthy (syn αχρείος, κακοήθης, φαύλος, ασελγής, πρόστυχος):
- ~ άνθρωπος, αισχρή γυναίκα, αισχρό υποκείμενο |
- αισχρή διαγωγή (διαστροφή) shameless conduct (perversion) |
- αισχρή πράξη a shameful act |
- αισχρή δουλειά or υπόθεση a nasty matter |
- αισχρές προτάσεις shocking proposals |
- αισχρή χειρονομία an obscene gesture |
- αισχρά λόγια filthy words |
- αισχρή ορολογία salacious terminology (syn ασελγής) |
- αισχρά υπονοούμενα obscene innuendoes |
- αισχρά οφέλη improper profits |
- ~ συγγραφέας obscene author |
- αισχρό βιβλίο obscene (smutty) book |
- αισχρά γραφτά obscene writings |
- ένα αισχρό απόσπασμα a salacious passage |
- αισχρές σκέψεις impure thoughts |
- παίζω αισχρό παιγνίδι εις βάρος άλλου play a filthy trick on another person |
- είναι ψέμα, αισχρή συκοφαντία |
- αισχρή δωροδοκία or εξαγορά, αισχρά μέσα |
- αισχρότατο θέαμα lewd theater performance |
- τόσες αισχρές βρισές (Makryg) |
- της έκανε τα πιο αισχρά χάδια (Xenop) |
- θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αισχρές τις ιθυφαλλικές ερμαϊκές στήλες ... υποδηλώνει και ευνοεί ... την ευγονία (Karouzou) |
- η δίκη ήταν αισχρή συμπαιγνία (Terzakis) |
- ένας ~ εθνικόφρων, ένας κάπηλος του έθνους (Tsatsos) |
- poem μ' ένα βλέμμα οπού φονεύει |
- τα φρονήματα τα αισχρά (Solom) |
- δούλα των ανελεύθερων αισχρή |
- και των τυράννων παλλακίδα (Skipis) |
- ποθώντας ... όλο τον κόσμο |
- να τόνε κάμη όργανο αισχρό της ηδονής του (Rotas)
- ⓐ idiom phr είναι αισχρό να + subj:
- είναι αισχρό να γίνεσαι κόλακας του λαού, για ν' αποχτήσης δύναμη (Vrettakos) |
- αυτός (αυτή) είναι (ό,τι) αισχρόν εστί και λέγειν he (she) is a most shameful, depraved, immoral, person (fr Paul, Ep. Ephes. 5:2)
[fr K αἰσχρός]
- shameful, disgraceful, lewd, obscene, filthy (syn αχρείος, κακοήθης, φαύλος, ασελγής, πρόστυχος):