Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχρόλογο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισχρόλογο το [esxróloγo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : η αισχρολογία: Οι κακές παρέες τού έμαθαν και τα αισχρόλογα.

[λόγ. αισχρο- + -λογο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισχρόλογο [esxróloγo] το,
  • obscene word (syn in αισχρολόγημα)

[αισχρόλογα cpd of αισχρά λόγια 'dirty words' (s. αισχρός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισχρολόγος -α -ο [esxrolóγos] Ε4 : (για πρόσ.) που αισχρολογεί: ~ άνθρωπος / συγγραφέας. Aισχρολόγοι αλήτες.

[λόγ. < ελνστ. αἰσχρολόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισχρολόγος1 [esxrolóγos] ο, η,
  • foulmouthed person, retailer of filth, lewd person (syn in βρωμόγλωσσα)

[fr K αἰσχρολόγος, cpd w. -λόγος: λέγω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισχρολόγος2, -ος, -ο [esxrolóγos]
  • talking obscenely, foulmouthed (syn βωμολόχος, χυδαιολόγος):
    • είναι ~σε ιδιωτικές συνομιλίες she is ribald in private conversation |
    • ~συγγραφέας obscene author |
    • αισχρολόγοι φοιτηταί obscene students.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες