Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχρολόγος -α -ο [esxrolóγos] Ε4 : (για πρόσ.) που αισχρολογεί: ~ άνθρωπος / συγγραφέας. Aισχρολόγοι αλήτες.
[λόγ. < ελνστ. αἰσχρολόγος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρολόγος1 [esxrolóγos] ο, η,
- foulmouthed person, retailer of filth, lewd person (syn in βρωμόγλωσσα)
[fr K αἰσχρολόγος, cpd w. -λόγος: λέγω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρολόγος2, -ος, -ο [esxrolóγos]
- talking obscenely, foulmouthed (syn βωμολόχος, χυδαιολόγος):
- είναι ~σε ιδιωτικές συνομιλίες she is ribald in private conversation |
- ~συγγραφέας obscene author |
- αισχρολόγοι φοιτηταί obscene students.
- talking obscenely, foulmouthed (syn βωμολόχος, χυδαιολόγος):