Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχρολόγημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισχρολόγημα το [esxrolójima] Ο49 : η αισχρολογία.

[λόγ. αισχρολογη- (αισχρολογώ) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισχρολόγημα [esxrolóyima] το,
  • obscene expression (syn αισχρολογία, αισχρόλογο):
    • αισχρολογήματα smut (syn αισχρολογίες)

[der of αισχρολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες