Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχρολογώ [esxroloγó] Ρ10.9α : χρησιμοποιώ στην ομιλία μου αισχρές λέξεις ή εκφράσεις· μιλώ αισχρά: Έχει την κακή συνήθεια να αισχρολογεί. Aλήτες που αισχρολογούν και βρίζουν.
[λόγ. < αρχ. αἰσχρολογῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρολογώ [esxroloγó] αισχρολογείς, L)
- use obscene language, tell obscenities, be foulmouthed (syn βωμολοχώ, ασχημολογώ, αχρειολογώ, χυδαιολογώ):
- poem που ολημερίς μέσα στα μπαρ γυρίζουνε και πίνουν, |
- μασάνε τσίκα, αισχρολογάν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω (Kavadias) |
- ήταν δε η φρουρά αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε (Leivaditis) |
- και πίνουν και μεθούν κ' αισχρολογάνε |
- τη ζωή να γευτούν όπως νογάνε (Ellinas)
[fr AG αἰσχρολογῶ]
- use obscene language, tell obscenities, be foulmouthed (syn βωμολοχώ, ασχημολογώ, αχρειολογώ, χυδαιολογώ):